1. Community Courses
  2. Top 5000 Words in Greek

Top 5000 Words in Greek

by SilentShuffle
A frequency-ordered course loosely based on subtitle files. High-quality audio specially recorded for the course by native speakers. Forum: https://community.memrise.com/t/8029 Last updated: 02/12/2022
This is a language course created by the Memrise Community users
Top 5000 Words in Greek
Total 250 levels
    • να
      [particle used to form the subjunctive and gerund]
    • ο
      the
    • δεν
      not
    • είμαι
      I am
    • θα
      will, would
    • και
      and
    • μου
      me; my
    • με
      with; by; me
    • για
      for; about
    • σου
      you (sg.); your (sg.)
    • που
      that, which, who
    • τι
      what
    • του
      him, it; his, its
    • αυτός
      this, that; he (she, it)
    • ότι
      that
    • από
      from; by; with
    • της
      her
    • όχι
      no
    • ναι
      yes
    • σε
      to; at; in; on; by; you (sg.)
    • αν
      if, whether
    • ένας
      a, an; one
    • τους
      them; their
    • εδώ
      here
    • αλλά
      but
    • μας
      us; our
    • σας
      you (pl.); your (pl.)
    • πρέπει
      must, have to, ought
    • πολύ
      very
    • γιατί
      why; because
    • εγώ
      I
    • πως
      that
    • τώρα
      now
    • εντάξει
      ok, alright
    • ξέρω
      I know
    • κάτι
      something, anything
    • έχω
      I have
    • εσύ
      you (sg.)
    • μην
      not; don't
    • έτσι
      so, thus, like that
    • θέλω
      I want, desire
    • καλά
      well; ok
    • κάνω
      I do
    • όταν
      when
    • μπορώ
      I can, am able; may
    • μόνο
      only, just
    • εκεί
      there
    • σαν
      like
    • μαζί
      together; with
    • πώς
      how
    • τίποτα
      nothing, anything
    • όλα
      everything
    • ευχαριστώ
      thank you
    • ποτέ
      never, ever
    • τόσο
      so, such
    • αυτοί
      these, those; they
    • απλά
      simply; only, just
    • έλα
      come; come on
    • λοιπόν
      so; well
    • ή
      or
    • πού
      where
    • μέσα
      in, into, inside, within; through
    • πιο
      more
    • υπάρχω
      I exist; there is, there are
    • ακόμα
      still, yet
    • το σπίτι
      the house, home
    • τότε
      at that time, then
    • πίσω
      behind, back
    • παρακαλώ
      please; you're welcome
    • μετά
      after; with; afterwards, later; so
    • πριν
      before; ago
    • ίσως
      maybe, perhaps
    • λίγο
      a little, a bit
    • νομίζω
      I think
    • γεια
      hi, hey
    • πάντα
      always
    • η δουλειά
      the job, work
    • η αλήθεια
      the truth; really, truly
    • όπως
      like, as
    • ο κύριος
      the gentleman, sir, Mr.
    • πάω
      I go
    • λέω
      I say; tell
    • ποιος
      who, which
    • βλέπω
      I see
    • το παιδί
      the child
    • άλλος
      other; more
    • δύο
      two
    • ας
      let's; may, might
    • η ζωή
      the life
    • καλός
      good, nice
    • κοιτάζω
      I look at
    • πάνω
      on; above; up
    • έξω
      out, outside
    • η ώρα
      the hour; time (quantity, time of day)
    • η φορά
      the time (instance)
    • μέχρι
      until
    • επειδή
      because, because of
    • όλοι
      everyone
    • η χρονιά
      the year
    • ωραία
      nicely, beautifully; great!
    • ούτε
      neither, nor
    • μα
      but
    • κάτω
      under, below; down
    • η μέρα
      the day
    • κάποιος
      someone; some
    • κάθε
      every, each
    • όμως
      however, but
    • η γυναίκα
      the woman; wife
    • το πράγμα
      the thing
    • χωρίς
      without
    • η μαμά
      the mum
    • μόλις
      just, barely; as soon as
    • ο θεός
      the god
    • σήμερα
      today
    • ακριβώς
      exactly, precisely
    • πόσο
      how much; how many
    • συγγνώμη
      sorry; excuse me
    • αρέσω
      I am liked (by somebody)
    • φαίνομαι
      I seem, appear
    • σωστά
      correctly; right?
    • όλος
      all; whole, entire
    • ο χρόνος
      the time (concept); year
    • γίνομαι
      I become
    • συμβαίνω
      I happen, occur
    • λυπάμαι
      I am sorry, pity
    • πολύς
      much; many, a lot of
    • το πρόβλημα
      the problem
    • η στιγμή
      the moment
    • το λάθος
      the mistake
    • το μέρος
      the part; place
    • όσο
      while, as long as
    • περιμένω
      I wait for; expect
    • φυσικά
      naturally, of course
    • πάλι
      again
    • πιστεύω
      I believe
    • ως
      as; until, before (time); as far as (position)
    • ο φίλος
      the friend; boyfriend/girlfriend
    • οπότε
      so, therefore, thus
    • χρειάζομαι
      I need
    • πραγματικά
      really, truly
    • τα λεφτά
      the money
    • δικός
      own
    • γρήγορα
      quickly, fast
    • μάλλον
      maybe, probably; rather, quite
    • παίρνω
      I take; get
    • ο μπαμπάς
      the dad
    • η ιδέα
      the idea
    • ίδιος
      same
    • σίγουρα
      certainly, sure
    • νέος
      young; new
    • η μητέρα
      the mother
    • σημαίνω
      I mean, signify
    • εσείς
      you (pl.)
    • εμείς
      we
    • αρκετά
      enough; quite
    • ο πατέρας
      the father
    • ο καιρός
      the weather; time
    • η κυρία
      the lady, madam, Mrs.
    • ήδη
      already, by now
    • η Ελλάδα
      Greece
    • κανένας
      nobody
    • το μωρό
      the baby
    • ο κόσμος
      the world; people (public)
    • η χαρά
      the joy, pleasure
    • μόνος
      alone; single
    • προς
      towards, to
    • εκτός
      except; out, outside
    • το όνομα
      the name
    • αύριο
      tomorrow
    • το δίκιο
      the right
    • μεγάλος
      big; great
    • απόψε
      tonight
    • πρώτος
      first
    • το τέλος
      the end
    • πρόκειται
      to be about to; it's about, it concerns
    • ο άνθρωπος
      the person, human
    • η αγάπη
      the love
    • τελευταίος
      last; latest, recent
    • σταματάω
      I stop
    • καταλαβαίνω
      Ι understand, realize
    • αμέσως
      immediately; right away!
    • το λεπτό
      the minute
    • πότε
      when
    • πια
      any more
    • μάλιστα
      yes, indeed
    • η θέση
      the position, place
    • ο τύπος
      the sort, type; the press; the formality; the guy
    • μιλάω
      I speak, talk
    • η πόλη
      the city, town
    • έρχομαι
      I come
    • μήπως
      by any chance
    • εαυτός
      himself, herself, oneself, themselves
    • μακριά
      far, away
    • κοντά
      near
    • το θέμα
      the subject, matter
    • ο τρόπος
      the way, manner
    • κατά
      around, about; towards; during; against, versus
    • ξανά
      again
    • το κορίτσι
      the girl
    • περισσότερος
      more
    • το χέρι
      the hand; arm
    • βρίσκω
      I find
    • πειράζω
      I tease, make fun of; bother
    • πέρα
      over, beyond
    • τέτοιος
      such, like that
    • η βοήθεια
      the help
    • εννοώ
      I mean
    • η πόρτα
      the door
    • μερικοί
      some, certain
    • το μάτι
      the eye
    • καθόλου
      at all
    • ορίστε
      here you are, there you go; excuse me?
    • σίγουρος
      safe, secure; sure, certain
    • ελπίζω
      I hope
    • αφού
      since, as; after (having done something)
    • η ιστορία
      the history; story; love affair
    • το πρωί
      the morning
    • εκείνος
      that, those
    • επίσης
      also; likewise
    • επιστρέφω
      I return
    • το αμάξι
      the car
    • θυμάμαι
      I remember
    • φεύγω
      I leave (somewhere)
    • η ομάδα
      the group; team
    • μπροστά
      in front, ahead
    • κακός
      bad
    • το κεφάλι
      the head
    • ο δρόμος
      the road; way; journey
    • η σχέση
      the relationship, connection
    • χαίρομαι
      I am happy, glad; I enjoy
    • η νύχτα
      the night
    • η ευκαιρία
      the opportunity, chance
    • τέλεια
      perfectly; great!
    • η αστυνομία
      the police
    • ο λόγος
      the reason (cause); speech
    • το γραφείο
      the office; desk
    • ώστε
      so that, in order that
    • βοηθώ
      I help
    • μπαίνω
      I enter
    • αμέ
      yeah, sure
    • ωραίος
      beautiful, handsome; nice
    • δίνω
      I give
    • δηλαδή
      namely, that's to say
    • το ψέμα
      the lie
    • αλλιώς
      otherwise
    • το δωμάτιο
      the room
    • τρία
      three
    • πεθαίνω
      I die
    • ο άντρας
      the man; husband
    • πρώτα
      first; originally
    • ανησυχώ
      I worry
    • η κόρη
      the daughter
    • το αγόρι
      the boy
    • σοβαρά
      seriously
    • η οικογένεια
      the family
    • τουλάχιστον
      at least
    • όπου
      where
    • μικρός
      small
    • αγαπάω
      I love
    • τα χρήματα
      the money
    • πέντε
      five
    • βέβαια
      certainly, of course
    • το τηλέφωνο
      the telephone
    • νιώθω
      I feel
    • η καρδιά
      the heart
    • κάπου
      somewhere
    • το νερό
      the water
    • το μυαλό
      the mind
    • ο μήνας
      the month
    • αργότερα
      later
    • σχεδόν
      almost, nearly
    • το σχολείο
      the school
    • η υπόθεση
      the hypothesis, assumption; affair, matter; legal case
    • χθες
      yesterday
    • ρε
      [Ιnformal interjection used to gain someone's attention, add emphasis or express surprise]
    • σύντομα
      soon
    • μεταξύ
      between, among
    • αντίο
      goodbye
    • γυρίζω
      Ι turn; return, go back
    • δύσκολος
      difficult
    • τρέχω
      I run
    • η πλάκα
      the joke, fun; slab; plaque
    • νεκρός
      dead
    • το παιχνίδι
      the toy, game
    • η κοπέλα
      the girl; girlfriend
    • αργά
      slowly; late
    • η φυλακή
      the prison
    • η χάρη
      the favour; grace
    • η σημασία
      the meaning; importance
    • σκοτώνω
      I kill
    • το φαγητό
      the food; meal
    • συνέχεια
      continually, constantly
    • η κατάσταση
      the situation; state, condition
    • γύρω
      around, about
    • σημαντικός
      important, significant
    • σκέπτομαι
      I think, ponder
    • αφήνω
      I leave (something), let go of
    • υποθέτω
      I suppose, guess
    • πάρα
      too much
    • εννοείται
      sure, of course
    • εμπρός
      forward, ahead
    • μένω
      I stay; live (inhabit)
    • έτοιμος
      ready
    • το αστείο
      the joke
    • το σχέδιο
      the plan; drawing; pattern
    • η τύχη
      the luck; fate
    • οι γονείς
      the parents
    • νοιάζω
      I mind, care
    • γλυκός
      sweet
    • το πόδι
      the foot, leg
    • καλημέρα
      good morning, good day
    • η αρχή
      the beginning; principle; authority
    • φοβάμαι
      I am afraid, fear
    • το αυτοκίνητο
      the car
    • βασικά
      actually; basically
    • ενώ
      while; although
    • συγχωρώ
      I forgive
    • τα νέα
      the news
    • το ευρώ
      the euro
    • σωστός
      right, correct
    • άσχημα
      badly, poorly
    • προσπαθώ
      I try
    • τελικά
      finally, eventually
    • το ραντεβού
      the appointment; date
    • η δύναμη
      the strength, force
    • ο γιος
      the son
    • η γη
      the earth, land
    • οποίος
      who, which
    • το μισό
      the half
    • μοιάζω
      I look like, resemble
    • ακούω
      I hear, listen
    • το πάρτι
      the party (social event)
    • το αφεντικό
      the boss, employer
    • περίπου
      about, approximately
    • επόμενος
      next, following
    • το σώμα
      the body
    • η περίπτωση
      the instance, occasion
    • ακούγομαι
      I sound
    • φέρνω
      I bring
    • προσέχω
      I watch, observe; look after; am careful
    • μπράβο
      well done, bravo
    • το βιβλίο
      the book
    • το σεξ
      the sex, intercourse
    • μαθαίνω
      I learn
    • η επιλογή
      the choice
    • έξι
      six
    • η ταινία
      the film, movie
    • το νοσοκομείο
      the hospital
    • ο καφές
      the coffee
    • η χώρα
      the country
    • περνάω
      Ι pass, go past; cross
    • το μήνυμα
      the message
    • ο διάλογος
      the conversation, discussion, dialogue
    • αξίζω
      I am worth; deserve
    • εύκολος
      easy
    • το πρόσωπο
      the face; character
    • πλέον
      more; most; any more, any longer
    • σχετικά
      about, regarding; relatively
    • καλησπέρα
      good evening
    • τελευταία
      lately
    • ηρεμώ
      I calm down
    • η ερώτηση
      the question (interrogative sentence)
    • τελειώνω
      I finish
    • δουλεύω
      I work
    • δίπλα
      next to
    • βάζω
      I put
    • βρίσκομαι
      I am (placed, located); I am found; I meet (someone)
    • καληνύχτα
      good night
    • το κρεβάτι
      the bed
    • η σειρά
      the row; series; turn (go)
    • το ποτό
      the drink
    • η συμφωνία
      the agreement, deal
    • το στοιχείο
      the element; evidence; data (in plural)
    • παρά
      despite; rather than
    • οτιδήποτε
      anything
    • τα ρούχα
      the clothes
    • κάπως
      slightly, somewhat; somehow
    • προφανώς
      obviously; apparently
    • η πραγματικότητα
      the reality
    • δέκα
      ten
    • η λέξη
      the word
    • λίγος
      a little, a few
    • η εβδομάδα
      the week
    • υπέροχος
      wonderful, superb
    • η αδερφή
      the sister
    • η φωτιά
      the fire
    • ο γιατρός
      the doctor
    • πουθενά
      nowhere
    • παλιός
      old
    • η περιοχή
      the area, region; site
    • το κομμάτι
      the piece
    • το σημείο
      the point, spot, place
    • η φωτογραφία
      the photo; photography
    • η πλευρά
      the side
    • εντελώς
      completely
    • γνωρίζω
      I know (someone); meet
    • τα ελληνικά
      Greek (language)
    • περίεργος
      curious, inquisitive; weird
    • υπέροχα
      wonderfully, superbly
    • το σκάφος
      the boat
    • κάποτε
      once; one day, someday
    • το μέλλον
      the future
    • σκάσε
      shut up!
    • κάθομαι
      I sit
    • η προσοχή
      the attention; caution; watch out!
    • η πληροφορία
      the information
    • η άδεια
      the permission; permit, license
    • δείχνω
      I show, point to, indicate
    • η τιμή
      the price; honour
    • ο θάνατος
      the death
    • χάλια
      awful, terrible
    • τα μαλλιά
      the hair
    • το ταξίδι
      the journey
    • η μουσική
      the music
    • το δείπνο
      the supper, dinner
    • καθώς
      as, while; since
    • το άτομο
      the person, individual; atom
    • άρα
      therefore, consequently, so
    • πόσος
      how much, how many
    • το σύστημα
      the system
    • ο πόλεμος
      the war
    • η αποστολή
      the mission
    • μακάρι
      if only; even if
    • η ασφάλεια
      the safety; insurance
    • παντού
      everywhere
    • το κέντρο
      the centre
    • το πτώμα
      the corpse
    • η λίστα
      the list
    • επιτέλους
      at last, finally
    • υπόσχομαι
      I promise
    • το τμήμα
      the department, section; piece, portion
    • η γνώμη
      the opinion
    • ρωτάω
      I ask
    • συνήθως
      usually
    • υπό
      under (subject to; of lower rank)
    • ο γάμος
      the marriage, wedding
    • είτε
      either, or
    • υποτίθεται
      it is supposed to, supposedly
    • τόσος
      so much, so many
    • όμορφος
      beautiful, handsome
    • το φως
      the light
    • η μέση
      the middle
    • τρελός
      crazy
    • το δώρο
      the present, gift
    • το είδος
      the kind, species
    • συνεχίζω
      I continue, carry on
    • ενδιαφέρων
      interesting
    • το μυστικό
      the secret
    • η άκρη
      the edge, end, tip
    • το στόμα
      the mouth
    • λείπω
      I am absent, am missing
    • ο έλεγχος
      the control
    • τέλειος
      perfect
    • το νόημα
      the meaning, sense
    • εναντίον
      against, versus
    • η έρευνα
      the research; investigation
    • αλλάζω
      I change
    • όντως
      indeed, really
    • η δεσποινίς
      the young lady; Miss
    • κρατάω
      I hold, keep
    • βγάζω
      I take off, remove; pull; take out
    • το πλοίο
      the ship
    • η επίθεση
      the attack
    • ο αέρας
      the air
    • παραπάνω
      further up; above; extra
    • η βάση
      the base; basis
    • βγαίνω
      I go out
    • πρώην
      former
    • το ατύχημα
      the accident
    • ένα εκατομμύριο
      one million
    • χάνω
      I lose
    • λιγότερος
      less
    • η ματιά
      the look, glance
    • συχνά
      often
    • παίζω
      I play
    • εξαιτίας
      because of, due to
    • άντε
      come on!; go on!
    • τα αγγλικά
      English (language)
    • το γλυκό
      the dessert, confection
    • τελείως
      completely
    • η ανάγκη
      the need
    • η γραμμή
      the line
    • πέφτω
      I fall
    • ο αδερφός
      the brother
    • η απάντηση
      the answer, reply
    • μισώ
      I hate
    • το παρελθόν
      the past
    • το ξενοδοχείο
      the hotel
    • ειλικρινά
      honestly
    • ανάμεσα
      between, among
    • ο χώρος
      the space; venue
    • ξαφνικά
      suddenly
    • νωρίς
      early; soon
    • λόγω
      because of, due to
    • αισθάνομαι
      I feel, sense
    • η σκηνή
      the scene; tent
    • λέγομαι
      I am called
    • αφορά
      it is about, concerns, relates to
    • ψηλά
      highly; overhead; high up
    • παράξενος
      strange
    • η τηλεόραση
      the television
    • το σήμα
      the signal, sign
    • το κλειδί
      the key
    • ζωντανός
      alive; vivid
    • συγχαρητήρια
      congratulations!
    • τέσσερα
      four
    • χίλια
      one thousand
    • το μπαρ
      the bar, pub
    • το τραπέζι
      the table
    • το κρίμα
      the shame, pity
    • το μπάνιο
      the bathroom
    • η επαφή
      the contact
    • ο ύπνος
      the sleep
    • η φωνή
      the voice
    • ζητάω
      I ask for, request
    • στέλνω
      I send
    • η γιαγιά
      the grandmother
    • το τραγούδι
      the song
    • ορκίζομαι
      I swear (promise)
    • κύριος
      main
    • η μαλακία
      the masturbation; bollocks, bullshit
    • το αεροπλάνο
      the plane, airplane
    • το μαγαζί
      the shop; bar
    • το πρόγραμμα
      the programme, schedule
    • η μάχη
      the battle, fight
    • το νούμερο
      the number
    • η κίνηση
      the movement, motion; traffic
    • δεξιά
      right (direction)
    • η απόφαση
      the decision, judgement
    • η ψυχή
      the soul; psyche
    • σύμφωνα
      according to
    • ανήκω
      I belong
    • η έκπληξη
      the surprise
    • αντί
      instead
    • ο φόνος
      the murder
    • το γεγονός
      the fact; event; incident
    • αρκετός
      enough, adequate; several
    • το δικαίωμα
      the right, entitlement
    • διαφορετικά
      otherwise; differently
    • το μέτρο
      the metre; measure
    • σηκώνω
      I lift, raise
    • ξεχνάω
      I forget
    • η μηχανή
      the machine; engine
    • το όνειρο
      the dream
    • δεύτερος
      second
    • δυνατά
      loudly; hard
    • η αναφορά
      the reference, mention; report
    • ο βασιλιάς
      the king
    • το προσωπικό
      the staff (personnel)
    • η ησυχία
      the quiet, stillness, tranquility
    • ψάχνω
      Ι look for, search
    • ασφαλής
      safe
    • το κουτί
      the box
    • ειδικά
      particularly, especially
    • το απόγευμα
      the afternoon
    • η συνάντηση
      the meeting, encounter
    • το κινητό
      the mobile phone
    • ανοίγω
      I open
    • χρήσιμος
      useful
    • το όπλο
      the gun
    • το αίμα
      the blood
    • ο κώλος
      the arse, ass
    • ο κανόνας
      the norm, convention; regulation
    • ο πρόεδρος
      the president; chairman
    • ηλίθιος
      stupid
    • τα Χριστούγεννα
      the Christmas
    • το ναρκωτικό
      the drug (illegal)
    • εύκολα
      easily
    • το μάθημα
      the lesson; course
    • χτυπάω
      I hit, strike
    • η βόλτα
      the stroll, walk; ride
    • η τσάντα
      the bag, handbag
    • η διαφορά
      the difference
    • το γράμμα
      the letter
    • φαντάζομαι
      I imagine
    • το πρωινό
      the breakfast
    • η απόδειξη
      the proof, evidence; receipt
    • πράγματι
      actually, indeed
    • τζάμπα
      free of charge
    • σιγά
      slowly; quietly
    • αληθινός
      true, real
    • πάντως
      in any case, anyway
    • απίστευτος
      incredible
    • ο πλανήτης
      the planet
    • αρχίζω
      I start, begin
    • ο αγώνας
      the match, game; struggle
    • η ελπίδα
      the hope
    • δυστυχώς
      unfortunately
    • το παράθυρο
      the window
    • απλός
      simple, plain
    • λατρεύω
      I worship; adore, love
    • αλλού
      elsewhere
    • η επιχείρηση
      the business, company
    • το διαμέρισμα
      the appartment
    • απολύτως
      absolutely
    • χειρότερος
      worse
    • το δικαστήριο
      the court (legal)
    • αναρωτιέμαι
      I wonder
    • η θεία
      the aunt
    • αριστερά
      left (direction)
    • φτάνω
      I arrive
    • η κάρτα
      the card
    • η Αμερική
      America
    • η εκκλησία
      the church
    • η τάξη
      the class; order, tidiness
    • το στοίχημα
      the bet, wager
    • η εταιρεία
      the company, firm
    • η θάλασσα
      the sea
    • το παπούτσι
      the shoe
    • το κρασί
      the wine
    • η πλάτη
      the back (anatomy)
    • ενδιαφέρω
      I interest
    • το αρχείο
      the computer file; archive
    • η ηλικία
      the age
    • το βίντεο
      the video
    • αστείος
      funny, amusing
    • όποιος
      whoever, anyone, whichever
    • η κόλαση
      the hell, inferno
    • κανονικός
      normal
    • ζω
      I live
    • η σφαίρα
      the sphere; bullet
    • το κτίριο
      the building
    • ξαναβλέπω
      I see again, look again
    • η διόρθωση
      the correction
    • τυχερός
      lucky
    • συζητώ
      I discuss, debate
    • το χαρτί
      the paper (material/document)
    • εξηγώ
      I explain
    • ο σκοπός
      the aim, purpose
    • φτιάχνω
      I make; build
    • η κάμερα
      the video camera
    • δυνατός
      strong; possible
    • ο λαιμός
      the neck, throat
    • το τσάι
      the tea
    • μέσω
      through, via
    • το Σάββατο
      Saturday
    • μισός
      half
    • ο αρχηγός
      the leader, chief
    • ελληνικός
      Greek
    • η βόμβα
      the bomb
    • το τέρας
      the monster, beast
    • ο πόνος
      the pain, ache
    • τηλεφωνώ
      I phone
    • μπλε
      blue
    • το φορτηγό
      the lorry, truck
    • η υπηρεσία
      the service
    • ο χορός
      the dance
    • τρώω
      I eat
    • η εποχή
      the season; age, epoch
    • η τράπεζα
      the bank
    • κόκκινος
      red
    • ο αριθμός
      the number
    • καλώ
      I invite; call, summon
    • η συζήτηση
      the conversation, discussion, dialogue
    • σκληρά
      roughly, harshly
    • πιθανόν
      possibly, probably
    • όποτε
      whenever, each time
    • η γλώσσα
      the language; tongue
    • προσωπικά
      personally
    • η παρέα
      the group of friends
    • η μπάλα
      the ball
    • φοβερός
      terrible, dreadul; terrific, incredible
    • ο στρατός
      the army, military
    • το σημάδι
      the mark, sign
    • η δόξα
      the glory, fame
    • ευτυχώς
      fortunately, luckily
    • πονάω
      I hurt, ache
    • βαθιά
      deeply
    • η μπύρα
      the beer
    • η κυβέρνηση
      the government
    • το κοινό
      the public; audience
    • η διεύθυνση
      the address; direction; management
    • η θεραπεία
      the treatment, cure; therapy
    • η αλλαγή
      the change
    • εύχομαι
      I wish
    • το άλογο
      the horse
    • η διάρκεια
      the duration, length
    • το δευτερόλεπτο
      the second (unit of time)
    • κοινός
      communal, shared; commonplace, unremarkable
    • έγκυος
      pregnant
    • επικίνδυνος
      dangerous
    • πιάνω
      I catch
    • σοβαρός
      serious, grave
    • γεμάτος
      full
    • το ζώο
      the animal
    • ο δικηγόρος
      the lawyer
    • το μαχαίρι
      the knife
    • η εικόνα
      the picture, image; icon (religious)
    • χαλαρώνω
      I relax; loosen
    • η κουζίνα
      the kitchen
    • η βασίλισσα
      the queen
    • το Παρίσι
      Paris
    • ο κίνδυνος
      the danger, risk
    • το δάσος
      the wood, forest
    • το ζευγάρι
      the pair, couple
    • το διάστημα
      the period (of time); outer space
    • η Αθήνα
      Athens
    • απαντάω
      I answer, reply
    • διαφορετικός
      different
    • το νησί
      the island
    • ο κόλπος
      the bay; vagina
    • η μύτη
      the nose
    • έξυπνος
      intelligent, clever
    • οι διακοπές
      the holidays, vacation
    • το κλαμπ
      the club, nightclub
    • ήρεμα
      calmy
    • η λύση
      the solution
    • ειλικρινής
      honest, sincere
    • το ίχνος
      the trace, trail
    • το μέλος
      the member
    • κρύος
      cold
    • η προσφορά
      the offer
    • εκτιμάω
      I appreciate, value
    • η αίθουσα
      the hall, auditorium; classroom
    • καθένας
      everyone
    • επτά
      seven
    • διότι
      because
    • μυστικά
      secretly
    • εντωμεταξύ
      meanwhile, in the meantime
    • ο μαλάκας
      the wanker, idiot
    • η τουαλέτα
      the lavatory, toilet
    • μαύρος
      black
    • το ταξί
      the taxi
    • αρκώ
      I am enough
    • η ενέργεια
      the energy
    • τρίτος
      third
    • ηλίθια
      stupidly, foolishly
    • άσχημος
      ugly, bad
    • η πίστη
      the faith, belief
    • η σκέψη
      the thought
    • το έδαφος
      the ground; soil; territory
    • ο αστυνομικός
      the policeman
    • το βήμα
      the pace, step
    • κοιμάμαι
      I sleep
    • το έργο
      the work, project; film, play
    • ταιριάζω
      I match, suit
    • η αίσθηση
      the feeling, sensation, sense
    • λειτουργώ
      I function, work, operate
    • η Τρίτη
      Tuesday
    • κιόλας
      already (so soon); as well
    • ελεύθερος
      free
    • φταίω
      I am to blame, I am in the wrong
    • η εμπιστοσύνη
      the trust, confidence
    • η πίεση
      the pressure
    • το τρένο
      the train
    • ο στρατιώτης
      the soldier
    • εξαρτώμαι
      I depend
    • το εργαστήριο
      the laboratory; workshop
    • η προσπάθεια
      the effort, attempt
    • εξαφανίζομαι
      I disappear
    • ο λογαριασμός
      the bill (restaurant); account
    • συμφωνώ
      I agree
    • το έγκλημα
      the crime
    • ο πελάτης
      the customer
    • ξεκινάω
      I start, begin
    • ο σύζυγος
      the spouse (husband, wife)
    • το παράδειγμα
      the example
    • ο κυβερνήτης
      the governor, ruler
    • περιγράφω
      I describe
    • αποκλείεται
      it's out of the question, no way
    • παθαίνω
      I come down with, sustain (an injury)
    • ο τοίχος
      the wall
    • ολόκληρος
      whole, entire
    • κλείνω
      I close, shut; reserve, book
    • η γέφυρα
      the bridge
    • η τρύπα
      the hole
    • υπεύθυνος
      responsible, liable
    • η στολή
      the uniform, costume
    • πραγματικός
      real, actual
    • φροντίζω
      I look after, take care of
    • η πρόταση
      the suggestion, proposal; the sentence (grammatical)
    • ευτυχισμένος
      happy
    • η πιθανότητα
      the probability, possibility
    • ο σταθμός
      the station
    • η εμπειρία
      the experience
    • το Λονδίνο
      London
    • ο υπολογιστής
      the computer
    • το χωριό
      the village
    • ο παππούς
      the grandfather
    • καινούργιος
      new
    • παραλίγο
      almost, nearly
    • η βραδιά
      the evening
    • το λεωφορείο
      the bus
    • η πτήση
      the flight
    • το πνεύμα
      the spirit; wit
    • ο σεβασμός
      the respect
    • το πάτωμα
      the floor
    • προτιμάω
      I prefer
    • δίκαιος
      fair, just
    • η μετάφραση
      the translation
    • το καπέλο
      the hat
    • η πρόσβαση
      the access
    • ο θείος
      the uncle
    • το βάρος
      the weight, burden
    • η συμπεριφορά
      the behaviour; attitude
    • υπόλοιπος
      remaining, rest of
    • ο χρυσός
      the gold; golden
    • το γεύμα
      the meal; lunch
    • η κλήση
      the call, summons; fine, ticket
    • ο Έλληνας
      the Greek person
    • ξυπνάω
      I wake up
    • ο έρωτας
      the love; sex
    • η μοίρα
      the fate, destiny
    • η ζώνη
      the zone; belt
    • το δόντι
      the tooth
    • ρίχνω
      I throw; drop (intentionally); shoot
    • το ρολόι
      the watch, clock
    • ο σκύλος
      the dog
    • η γωνία
      the corner; angle
    • ο στόχος
      the aim, target
    • συνεχώς
      continually, constantly
    • άρρωστος
      ill, sick
    • η διαδικασία
      the process, procedure
    • το αποτέλεσμα
      the result, outcome; effect
    • το λουλούδι
      the flower
    • το επεισόδιο
      the episode
    • το εστιατόριο
      the restaurant
    • η εργασία
      the job, task
    • η ειρήνη
      the peace
    • οι ΗΠΑ
      the USA
    • η εξέταση
      the exam, examination
    • ήσυχος
      quiet, silent; calm
    • η πορεία
      the course, course of action; route; march, procession
    • το χρώμα
      the colour
    • το δέντρο
      the tree
    • το σκοτάδι
      the darkness, dark
    • επίπεδος
      flat, even
    • το επίπεδο
      the level
    • η ακρίβεια
      the accuracy, precision
    • αγαπημένος
      favourite; dear, beloved
    • η λεπτομέρεια
      the detail
    • σκληρός
      hard, stiff; tough, harsh
    • ο ρόλος
      the role
    • το φόρεμα
      the dress
    • η συνέντευξη
      the interview
    • η κουβέντα
      the chat
    • η επιτυχία
      the success
    • η παράσταση
      the performance, show
    • το μπουκάλι
      the bottle
    • θαυμάσια
      wonderfully; great
    • το πουλί
      the bird
    • η ταχύτητα
      the speed; gear (automobile)
    • η διαταγή
      the order, command
    • το τηλεφώνημα
      the phone call
    • εξάλλου
      besides, anyway
    • η καριέρα
      the career
    • πληρώνω
      I pay
    • η συμβουλή
      the tip, advice
    • ιδιαίτερα
      especially; significantly
    • κατευθείαν
      directly, straight away
    • η προστασία
      the protection
    • κυρίως
      mainly, principally
    • η ευθύνη
      the responsibility, liability
    • ο κόπος
      the hassle, effort, bother
    • κλέβω
      I steal
    • επιπλέον
      moreover, besides; additionally
    • η εφημερίδα
      the newspaper
    • καθαρά
      clearly, distinctly; purely
    • βόρεια
      north, northward
    • η πηγή
      the source; spring (water)
    • το δαχτυλίδι
      the ring (on finger)
    • γράφω
      I write
    • σώζω
      I save, rescue
    • το πανεπιστήμιο
      the university
    • το συμβούλιο
      the board, council, committee
    • η παραλία
      the beach
    • το φάντασμα
      the ghost
    • γελοίος
      ridiculous, laughable
    • η κρίση
      the crisis; judgment, estimation
    • λευκός
      white
    • η καρέκλα
      the chair
    • η πολιτική
      the politics; policy
    • δύσκολα
      with difficulty
    • οκτώ
      eight
    • η καταστροφή
      the disaster, catastrophe; destruction
    • οποιοσδήποτε
      whoever, whatever
    • η ελευθερία
      the freedom
    • χαρούμενος
      cheerful, joyful, glad
    • η δολοφονία
      the murder, assassination
    • ωχ
      ouch!; oops!
    • καταφέρνω
      I manage to do (something)
    • τρομερός
      terrible; frightening; awesome, cool
    • προχωράω
      Ι move forward, progress, proceed
    • απέναντι
      opposite, facing
    • το σαββατοκύριακο
      the weekend
    • η φύση
      the nature
    • το δέρμα
      the skin; leather
    • αδύνατος
      impossible; slim, slender
    • η μνήμη
      the memory (mental retention)
    • μυρίζω
      I smell (something)
    • το γάλα
      the milk
    • όσος
      as much as, as many as; as long as; any
    • ο επικεφαλής
      the head, person in charge
    • πιθανός
      probable, likely
    • το πάρκο
      the park
    • πρόσφατα
      recently
    • κερδίζω
      I win; defeat; earn
    • τεράστια
      immensely
    • νότια
      south, southward
    • η κούκλα
      the doll, puppet; stunner, beauty
    • η πύλη
      the gate
    • η φάση
      the phase
    • η μονάδα
      the unit
    • καθαρός
      clean; pure
    • το στήθος
      the chest; breasts
    • το φάρμακο
      the drug, medicine
    • η Παρασκευή
      Friday
    • οδηγάω
      I drive; guide, lead
    • απαίσιος
      awful, terrible
    • η γάτα
      the cat
    • ο διευθυντής
      the manager, director; headmaster
    • το πεδίο
      the field, scope
    • πυροβολάω
      I shoot
    • ο βοηθός
      the helper, assistant
    • το καλοκαίρι
      the summer
    • το κρέας
      the meat
    • τα σκουπίδια
      the rubbish, trash
    • απαίσια
      awfully, terribly
    • η ζέστη
      the warmth, heat
    • ο ήρωας
      the hero
    • σπουδαίος
      important
    • το αεροδρόμιο
      the airport
    • ο φιλαράκος
      the buddy, mate
    • η θεωρία
      the theory
    • προτού
      before (at an earlier time)
    • ο γέρος
      the old man
    • εκατό
      one hundred
    • η γεύση
      the taste
    • έστω
      maybe so; at least
    • προτείνω
      I suggest, propose
    • κατάλληλος
      appropriate, suitable
    • η απειλή
      the threat
    • η εκδίκηση
      the revenge
    • η οδός
      the street
    • η διασκέδαση
      the fun, amusement
    • το παρόν
      the present, time being
    • η αγορά
      the market; purchase
    • η αποθήκη
      the warehouse, storeroom
    • το υπόλοιπο
      the rest, remainder
    • η πατρίδα
      the homeland, birthplace
    • το θαύμα
      the miracle, wonder
    • χρησιμοποιώ
      I use
    • η γειτονιά
      the neighbourhood
    • το ξύλο
      the wood (material)
    • δοκιμάζω
      I try, test; taste
    • η έκρηξη
      the explosion, blast
    • η εντολή
      the order, command
    • στραβά
      awry, amiss
    • η κηδεία
      the funeral
    • τεράστιος
      huge, enormous
    • ο ουρανός
      the sky
    • η ταυτότητα
      the identity
    • ο νόμος
      the law, rule
    • η μαγεία
      the magic
    • ελέγχω
      I check, control
    • ωστόσο
      however, nevertheless
    • ο διάβολος
      the devil
    • άνετα
      comfortably
    • νοιάζομαι
      I care
    • πετάω
      I fly; throw
    • το ποτάμι
      the river
    • ο φόβος
      the fear
    • η σχολή
      the faculty, school
    • η παγίδα
      the trap
    • περήφανος
      proud
    • η νίκη
      the victory
    • διάφορος
      various, several
    • η λογική
      the logic
    • τα μετρητά
      the cash
    • ο τόπος
      the location, spot
    • τα γενέθλια
      the birthday
    • η στάση
      the stop; attitude; posture
    • το διάλειμμα
      the break, interval
    • προσεκτικά
      carefully, cautiously
    • συναντάω
      I meet
    • ισχύει
      it is valid; is in force; applies
    • το καθήκον
      the duty
    • βαρετός
      boring
    • ο Τούρκος
      the Turkish person
    • το τέρμα
      the last stop, end point; maximum, upper limit
    • λαμβάνω
      I receive, get
    • ο βλάκας
      the moron, cretin
    • το φιλί
      the kiss
    • περίεργα
      strangely, curiously
    • η λίμνη
      the lake
    • επιτρέπω
      I allow
    • αποφασίζω
      I decide
    • η αξία
      the value, worth
    • το ποτήρι
      the glass, drinking glass
    • πλήρης
      complete; full
    • ζεστός
      warm, hot; cosy, snug
    • παντρεύομαι
      I marry
    • η κορυφή
      the top, peak
    • δωρεάν
      free of charge
    • τριγύρω
      around, all around; surrounding
    • απασχολημένος
      busy, occupied
    • καταπληκτικός
      amazing, astounding
    • αλλού
      elsewhere
    • παραγγέλνω
      I order, place an order
    • ο μπάτσος
      the cop (policeman)
    • η ιατρική
      the medicine
    • τα γυαλιά
      the glasses
    • εμπιστεύομαι
      I trust
    • αντέχω
      I endure, withstand, tolerate
    • η πράξη
      the act, deed
    • το χάπι
      the pill
    • η ληστεία
      the robbery, mugging
    • προηγούμενος
      previous
    • η φήμη
      the fame, reputation; rumour
    • η απόσταση
      the distance
    • καταστρέφω
      I destroy, ruin
    • ήσυχα
      quietly
    • σπάζω
      I break
    • η ντροπή
      the shame, disgrace
    • θυμωμένος
      angry
    • το σύμπαν
      the universe
    • βιάζομαι
      I hurry, am in a hurry
    • η Γαλλία
      France
    • λογικός
      logical; reasonable, sensible
    • προσωπικός
      personal
    • η βλακεία
      the stupidity
    • το κιλό
      the kilo
    • η δίκη
      the trial, court case
    • είκοσι
      twenty
    • η συσκευή
      the device, appliance
    • ο φάκελος
      the envelope; file, dossier
    • η ζημιά
      the damage, harm
    • μοναδικός
      unique, sole
    • το παντελόνι
      the trousers, pants
    • η υπομονή
      the patience
    • ο ήλιος
      the sun
    • ευγενικός
      polite
    • η δικαιοσύνη
      the justice, fairness
    • η διάθεση
      the mood
    • ο μάρτυρας
      the witness; martyr
    • ο μπελάς
      the trouble, hassle, nuisance
    • η κατηγορία
      the category; accusation
    • χορεύω
      I dance
    • εμφανίζομαι
      I show up, appear
    • ακίνητος
      still, motionless
    • ο ασθενής
      the patient
    • τραβάω
      Ι pull
    • θυμίζω
      I remind
    • το ταλέντο
      the talent
    • κανονικά
      normally
    • το όριο
      the boundary, limit
    • η Δευτέρα
      Monday
    • το πλάσμα
      the creature
    • το κολέγιο
      the college
    • η βία
      the violence, force
    • επείγων
      urgent
    • ο τομέας
      the sector, field
    • ο νοσοκόμος
      the nurse
    • η αιτία
      the cause, reason
    • δολοφονώ
      I murder, assassinate
    • εξαιρετικά
      exceptionally, especially
    • η ανοησία
      the nonsense, stupidity
    • γρήγορος
      quick, fast
    • κουβαλάω
      I carry
    • η τρέλα
      the madness
    • αληθινά
      truly
    • βαριέμαι
      I am bored; I am fed up with
    • το ψάρι
      the fish
    • το σπαθί
      the sword
    • η βάρκα
      the boat
    • παντρεμένος
      married
    • το υπόγειο
      the basement, cellar
    • το δείγμα
      the sample
    • η πέτρα
      the rock, stone
    • ο καθηγητής
      the professor
    • η εκπομπή
      the programme, broadcast; emission
    • χαζός
      stupid, silly
    • το ασθενοφόρο
      the ambulance
    • η μορφή
      the form, shape
    • η μυρωδιά
      the smell
    • αναφέρω
      I mention; report
    • η περιουσία
      the fortune, wealth
    • η τέχνη
      the art
    • η Αγγλία
      England
    • το πυρ
      the fire
    • ασθενής
      sick, ill
    • χάνομαι
      I get lost, am lost; disappear; die
    • φοράω
      I wear
    • ο οδηγός
      the guide; driver
    • η δράση
      the action
    • μαντεύω
      I guess, prophesy
    • ο όροφος
      the floor, storey
    • ο πάγος
      the ice
    • το πακέτο
      the packet, package
    • πεινάω
      I am hungry
    • η όρεξη
      the appetite
    • η ευχή
      the wish
    • το συμβόλαιο
      the contract
    • η αυλή
      the courtyard, yard
    • ο κήπος
      the garden
    • απαραίτητος
      necessary, essential
    • ένοχος
      guilty
    • η επιστροφή
      the return; return ticket
    • φτηνός
      cheap, inexpensive
    • διαβάζω
      I read; study
    • ασφαλώς
      certainly, of course; safely
    • κόβω
      I cut
    • οι οδηγίες
      the instructions, directions
    • η ουσία
      the substance, essence
    • χρωστάω
      I owe
    • οι ειδήσεις
      the news, headlines
    • η εξουσία
      the authority, power
    • ανθρώπινος
      human
    • η εντύπωση
      the impression
    • η Κυριακή
      Sunday
    • μεθυσμένος
      drunk
    • η εκατοντάδα
      the group of one hundred
    • το στομάχι
      the stomach
    • το αυτί
      the ear
    • έως
      until
    • το εισιτήριο
      the ticket
    • βέβαιος
      sure, certain
    • πλένω
      I wash
    • κακά
      badly
    • ο Χριστός
      Christ
    • διαλέγω
      I choose
    • το ρεύμα
      the current, flow
    • το σάντουιτς
      the sandwich
    • το άρθρο
      the article
    • η παράδοση
      the tradition; delivery
    • σύμφωνοι
      ok, agreed
    • ερωτευμένος
      in love, enamoured
    • το θέατρο
      the theatre
    • οι συνθήκες
      the conditions, circumstances
    • κουρασμένος
      tired
    • το φεγγάρι
      the moon
    • η ομορφιά
      the beauty
    • το κυνήγι
      the hunt, hunting
    • η έκθεση
      the exhibition; essay
    • αρχικά
      initially, originally
    • το αυγό
      the egg
    • η υγεία
      the health
    • ο δικαστής
      the judge
    • η παρουσία
      the presence
    • αγαπητός
      dear; loved, beloved
    • μετράω
      I count
    • προκαλώ
      I cause; challenge; provoke
    • η τεχνολογία
      the technology
    • φανταστικός
      fantastic, imaginary
    • η επιτροπή
      the committee
    • προσφέρω
      I offer
    • το μέγεθος
      the size
    • το χιλιόμετρο
      the kilometre
    • γνωστός
      known, famous; familiar
    • το ψωμί
      the bread
    • η Ρώμη
      Rome
    • το κάστρο
      the castle
    • ανυπομονώ
      I look forward, can't wait
    • η γιορτή
      the celebration; religious holiday
    • πίνω
      I drink
    • ο σωρός
      the pile, heap
    • η επιθυμία
      the desire, wish
    • η ευτυχία
      the happiness
    • μέτριος
      medium; moderate; mediocre
    • το όχημα
      the vehicle
    • πράσινος
      green
    • το λύκειο
      the secondary school, high school (last 3 years)
    • ο διάδρομος
      the corridor, passage
    • το κοτόπουλο
      the chicken
    • ο ειδικός
      the expert, specialist
    • ανοιχτός
      open
    • το αλκοόλ
      the alcohol
    • υπερβολικά
      excessively
    • το σημείωμα
      the note
    • η σαμπάνια
      the champagne
    • ο ηθοποιός
      the actor
    • το διαζύγιο
      the divorce
    • η χρήση
      the use
    • αντίθετος
      opposite, opposed
    • άδειος
      empty
    • αναλαμβάνω
      I undertake, take on
    • η αγκαλιά
      the hug
    • η Πέμπτη
      Thursday
    • η ανάσα
      the breath, breathing
    • ο χάρτης
      the map
    • πλησιάζω
      I approach
    • αστειεύομαι
      I joke
    • η τσέπη
      the pocket
    • η πισίνα
      the swimming pool
    • το τσιγάρο
      the cigarette
    • ο αιώνας
      the century
    • η βροχή
      the rain
    • η άποψη
      the point of view, opinion
    • το τραύμα
      the injury, wound
    • ο τάφος
      the grave, tomb
    • το υλικό
      the material
    • αθώος
      innocent
    • το αστέρι
      the star
    • κρυφά
      secretly
    • οπουδήποτε
      anywhere, wherever
    • ύποπτος
      suspicious (causing suspicion)
    • η διαδρομή
      the route, path
    • κολυμπάω
      I swim
    • κουβεντιάζω
      I chat
    • ο εχθρός
      the enemy
    • δέχομαι
      I accept
    • κανονίζω
      I arrange
    • το γουρούνι
      the pig
    • συν
      plus
    • το ημερολόγιο
      the calendar; diary
    • ξεφεύγω
      I get away, escape
    • το πορτοφόλι
      the wallet, purse
    • το βουνό
      the mountain
    • φυσιολογικός
      normal, natural
    • το σύνορο
      the border, boundary
    • ο πίνακας
      the painting; table, chart, diagram
    • το μοντέλο
      the model
    • κλαίω
      I cry
    • παρεπιπτόντως
      by the way, incidentally
    • ο συνεργάτης
      the coworker, collaborator
    • η αμφιβολία
      the doubt
    • έπειτα
      after, afterwards, then
    • αργώ
      I am late; delay
    • η οικονομία
      the economy
    • η γκόμενα
      the chick, babe
    • πετυχαίνω
      I succeed; achieve; bump into
    • μυστικός
      secret
    • η γνωριμία
      the acquaintance
    • το εργοστάσιο
      the factory
    • τα μεσάνυχτα
      the midnight
    • το τατουάζ
      the tattoo
    • η δόση
      the dose; installment
    • η Ευρώπη
      Europe
    • η σελίδα
      the page; web page
    • το βραβείο
      the award, prize
    • το πλήρωμα
      the crew, operating crew
    • η κοινωνία
      the society
    • η δικαιολογία
      the excuse, justification
    • τρομακτικός
      scary, frightening
    • η επίσκεψη
      the visit
    • το βλέμμα
      the look, glance
    • εφόσον
      since, given that; as long as, providing that
    • τα αδέρφια
      the siblings
    • ανοιχτά
      openly
    • το ρομπότ
      the robot
    • η μεριά
      the side
    • το φορτηγάκι
      the van
    • παρατάω
      I quit; abandon; dump, ditch
    • ροζ
      pink
    • η είσοδος
      the entrance, entry
    • η φαντασία
      the imagination
    • γεννιέμαι
      I am born
    • η ουρά
      the queue; tail
    • η σκόνη
      the powder, dust
    • η επιφάνεια
      the surface
    • φέτος
      this year
    • η αίτηση
      the application, application form
    • θεωρώ
      I consider
    • το τυρί
      the cheese
    • συναρπαστικός
      exciting
    • διασκεδαστικός
      entertaining; amusing
    • το κίνητρο
      the motivation, incentive
    • ενημερώνω
      I inform, notify, update
    • κρίνω
      I judge
    • ο καρκίνος
      the cancer
    • ο κωδικός
      the password, code number
    • ο παράδεισος
      the paradise
    • το γκαράζ
      the garage (for storing vehicle)
    • η τοποθεσία
      the location
    • η σύμπτωση
      the coincidence
    • το παγωτό
      the ice cream
    • ο πολίτης
      the citizen
    • κλειστός
      closed
    • ακολουθώ
      I follow
    • αμφιβάλλω
      I doubt
    • το θάρρος
      the courage
    • η θέα
      the view, sight
    • το ρίσκο
      the risk
    • το παλτό
      the coat, overcoat
    • η παρεξήγηση
      the misunderstanding
    • η κατεύθυνση
      the direction
    • το καταφύγιο
      the shelter, refuge
    • επομένως
      therefore, consequently
    • βιομηχανικός
      industrial
    • το θύμα
      the victim
    • σούπερ
      super
    • η καταιγίδα
      the storm
    • φωνάζω
      I shout
    • η εξήγηση
      the explanation
    • παρακολουθώ
      I watch
    • η εκπαίδευση
      the education
    • η φασαρία
      the ruckus, commotion; fuss, hassle
    • η απώλεια
      the loss
    • αγγίζω
      I touch
    • αποδεικνύω
      I prove, demonstrate
    • το συναίσθημα
      the feeling, emotion
    • η σύνδεση
      the link, connection
    • δημόσια
      publicly
    • επιτίθεμαι
      I attack
    • ιδιαίτερος
      special, distinctive
    • ο καπετάνιος
      the captain
    • η ημερομηνία
      the date, day of the month
    • το κατάστημα
      the shop
    • ανόητος
      stupid, foolish
    • απίθανος
      unlikely
    • εκπληκτικός
      amazing, astounding
    • ένα χιλιάρικο
      one thousand, one grand
    • ύστερα
      afterwards, later
    • το αρχίδι
      the testicle, ball
    • το ασανσέρ
      the lift, elevator
    • το αντικείμενο
      the object
    • η κλινική
      the clinic
    • η μάσκα
      the mask
    • ο εξοπλισμός
      the equipment
    • πλούσιος
      rich
    • το ζήτημα
      the issue, matter
    • ο ήχος
      the sound
    • η σιωπή
      the silence
    • το μεσημεριανό
      the lunch
    • το έλεος
      the mercy; Christ!, for God's sake!
    • άγρια
      wildly; fiercely
    • μαλώνω
      I argue, quarrel
    • η μερίδα
      the portion, helping
    • το αντηλιακό
      the sun cream
    • η φιλενάδα
      the girlfriend
    • εντυπωσιακός
      impressive
    • η βιβλιοθήκη
      the library
    • άδικος
      unfair, unjust
    • ευχαρίστως
      gladly, with pleasure
    • το ψυγείο
      the refrigerator, fridge
    • η μεταφορά
      the transport; metaphor
    • το μεσημέρι
      the midday
    • το φορτίο
      the load
    • τα δεδομένα
      the data
    • νεαρός
      young, youthful
    • η τιμωρία
      the punishment
    • η υποστήριξη
      the support, backing
    • τελικός
      final, last
    • η περίοδος
      the period, epoch
    • ευγνώμων
      grateful, thankful
    • παρόλο
      even though, despite the fact that
    • άμεσος
      immediate
    • ποιανού
      whose
    • απίστευτα
      incredibly, amazingly
    • η κράτηση
      the booking, reservation
    • το ελικόπτερο
      the helicopter
    • η ακτή
      the coast, shore
    • το ντους
      the shower
    • το στυλ
      the style
    • τα ψώνια
      the shopping
    • ο μαθητής
      the student
    • η αυτοκτονία
      the suicide
    • η τελετή
      the ceremony
    • η λειτουργία
      the function
    • ο συγγραφέας
      the writer, author
    • η νύφη
      the bride
    • το δηλητήριο
      the poison
    • κρύβω
      I hide, conceal
    • το πάθος
      the passion
    • ο ιδιοκτήτης
      the owner
    • η σοφία
      the wisdom
    • ο σύμβουλος
      the consultant, advisor, counselor
    • ελεύθερα
      freely; openly
    • συγκεκριμένος
      specific, particular
    • εννέα
      nine
    • το κανάλι
      the channel; canal
    • θαυμάσιος
      wonderful
    • πέρυσι
      last year
    • η ικανότητα
      the ability, skill
    • η βαλίτσα
      the suitcase
    • ο θόρυβος
      the noise
    • η πολιτεία
      the state (territory)
    • το αντίγραφο
      the copy
    • ο λαός
      the people, populace
    • το κοστούμι
      the suit, costume
    • πανέμορφος
      exquisite, gorgeous, stunning
    • η απάτη
      the fraud; deceit, deception
    • το μονοπάτι
      the path, footpath, trail
    • φυσικός
      natural
    • περασμένος
      past, bygone
    • η ευχαρίστηση
      the pleasure
    • τολμάω
      I dare
    • χαμηλά
      low, lowly
    • ήρεμος
      calm
    • ο δάσκαλος
      the teacher
    • το κουμπί
      the button
    • το περιοδικό
      the magazine
    • η σοκολάτα
      the chocolate
    • οπωσδήποτε
      definitely
    • η ντουλάπα
      the wardrobe
    • τυχαία
      randomly; by chance
    • η καλοσύνη
      the kindness
    • το μυστήριο
      the mystery
    • η τούρτα
      the cake
    • απασχολώ
      I employ
    • το ερώτημα
      the question; query
    • κενός
      empty; vacuous
    • το νύχι
      the fingernail, toenail
    • ικανός
      able, capable, skilled
    • το άγχος
      the stress, worry
    • το χαμόγελο
      the smile
    • ο χαρακτήρας
      the character
    • σημαντικά
      considerably, significantly
    • αργός
      slow
    • η εγχείρηση
      the surgery, operation
    • ονομάζομαι
      I am named
    • εθνικός
      national
    • άμα
      if
    • το βάθος
      the depth
    • ο γύρος
      the lap, round (sport); gyros, Greek kebab
    • ο συγγενής
      the relative, relation
    • το σενάριο
      the script, screenplay; scenario
    • η σκάλα
      the stair, staircase; ladder
    • το φτερό
      the wing; feather
    • ιστορικός
      historical
    • η φάρμα
      the farm
    • η λέσχη
      the club, association
    • το χείλος
      the lip; brink
    • το ποδήλατο
      the bicycle
    • η σούπα
      the soup
    • χειρίζομαι
      I handle, operate
    • πλήρως
      fully, entirely
    • σπάνια
      rarely, seldom
    • κολλάω
      I stick, glue; I get stuck; obsess over
    • ώσπου
      until
    • ετοιμάζομαι
      I get ready, prepare myself
    • το κουράγιο
      the courage; chin up!
    • μηδέν
      zero
    • η σκιά
      the shadow; shade
    • το σινεμά
      the cinema
    • η οργή
      the anger, rage
    • παράνομος
      illegal
    • η φυσική
      the physics
    • το δίκτυο
      the network
    • σκοπεύω
      I intend, aim, plan
    • ανακαλύπτω
      I discover
    • το σοκ
      the shock
    • το πιάτο
      the dish, plate
    • η εμφάνιση
      the appearance
    • χαριτωμένος
      cute
    • οικονομικά
      financially, economically; economics
    • ανά
      per
    • υπέρ
      for, in favour of
    • βαριά
      heavily
    • ο στρατηγός
      the general
    • κυνηγάω
      I hunt; chase
    • η αντίδραση
      the reaction
    • το γήπεδο
      the pitch, playing field, court
    • πρώτον
      firstly
    • η ανάλυση
      the analysis
    • η επιστήμη
      the science
    • η φυλή
      the race (ethnicity); tribe
    • η φιλία
      the friendship
    • τρελαίνομαι
      I go mad
    • η ζάχαρη
      the sugar
    • η έλλειψη
      the lack, shortage
    • η Αφρική
      Africa
    • η δήλωση
      the statement, declaration
    • ο δίσκος
      the tray; disc, hard drive
    • ενδιαφέρομαι
      I am interested in
    • η υπογραφή
      the signature
    • προφανής
      obvious, evident
    • το στούντιο
      the studio
    • τίνος
      whose
    • το δάχτυλο
      the finger, toe
    • χαλάω
      I spoil, mess up; break down
    • το περιβάλλον
      the environment
    • η συνεργασία
      the cooperation, collaboration
    • ο κύκλος
      the circle; cycle
    • απαιτώ
      I demand
    • η ασθένεια
      the illness, disease
    • συστήνω
      I introduce (somebody)
    • η Κίνα
      China
    • καυτός
      hot, scalding
    • η βάρδια
      the work shift
    • ο γείτονας
      the neighbour
    • συνειδητοποιώ
      I realise, am aware of
    • η σύλληψη
      the arrest, capture; conception (pregnancy)
    • η τροφή
      the food, nutrition
    • πάντοτε
      always
    • το ξόρκι
      the spell, incantation
    • κυριολεκτικά
      literally
    • η Γερμανία
      Germany
    • παράξενα
      strangely
    • η βολή
      the shot
    • χαμένος
      lost
    • καθαρίζω
      I clean
    • μαγικός
      magic
    • η έρημος
      the desert
    • ο επαγγελματίας
      the professional
    • η πατάτα
      the potato
    • ικετεύω
      I beg, plead
    • η προειδοποίηση
      the warning
    • η αμοιβή
      the reward; wage; fee
    • η εγγύηση
      the guarantee, warranty; bail, bond
    • γιορτάζω
      I celebrate
    • η συλλογή
      the collection
    • το περιστατικό
      the incident, event
    • λογικά
      logically
    • η εξέλιξη
      the evolution, development
    • ο κλέφτης
      the thief
    • το χάος
      the chaos
    • εξαιρετικός
      excellent, outstanding, exceptional
    • το παλάτι
      the palace
    • η αναπνοή
      the breath, breathing
    • ξανακάνω
      I redo
    • η βενζίνη
      the petrol
    • η έξοδος
      the exit
    • ο εγκέφαλος
      the brain
    • το πουκάμισο
      the shirt
    • η οθόνη
      the screen
    • η θερμοκρασία
      the temperature
    • μεγαλώνω
      I grow; grow up; bring up, raise
    • η μπλούζα
      the blouse, top
    • η συνέπεια
      the consequence; consistency, constancy; punctuality
    • ταυτόχρονα
      simultaneously, at the same time
    • ο ρυθμός
      the rhythm; rate, pace
    • συμπαθώ
      I like, am fond of
    • η γνώση
      the knowledge
    • ψεύτικος
      fake
    • σκάω
      I burst, explode
    • ο δήμαρχος
      the mayor
    • τρελά
      insanely, madly, crazily
    • φιλάκια
      kisses!
    • ο καναπές
      the sofa
    • το μουσείο
      the museum
    • δώδεκα
      twelve
    • γουστάρω
      I fancy, have a crush on; like
    • κατεβαίνω
      I descend, go down; get off
    • η αηδία
      the disgust
    • το στάδιο
      the stage, phase; stadium
    • το ύψος
      the height
    • η πτώση
      the fall; grammatical case
    • ο διαγωνισμός
      the competition, contest
    • η μήνυση
      the lawsuit, complaint
    • το χιόνι
      the snow
    • σεξουαλικός
      sexual
    • η πρόβα
      the rehearsal
    • εσωτερικός
      inside, interior, internal
    • η αναμονή
      the wait
    • η φροντίδα
      the care, nurture
    • καφέ
      brown
    • η κάλυψη
      the coverage
    • το εσωτερικό
      the inside, interior
    • ψηλός
      high, tall
    • το τζάκι
      the fireplace
    • βαρύς
      heavy
    • το υπουργείο
      the ministry, government department
    • η γριά
      the old woman
    • η προσβολή
      the insult
    • πείθω
      I persuade, convince
    • το κέικ
      the cake
    • ασυνήθιστος
      unusual
    • η αρκούδα
      the bear
    • το κεφάλαιο
      the chapter; capital, funds; capital letter
    • η υπόσχεση
      the promise
    • το σαλόνι
      the living room, lounge
    • η συναυλία
      the concert
    • το πλευρό
      the rib
    • εξωτερικός
      outside, exterior, external
    • δυτικά
      west, westward
    • ο τουρίστας
      the tourist
    • χωράω
      I fit, accomodate
    • το εξωτερικό
      the outside, exterior
    • ξεχωριστός
      special, distinct; separate
    • μπλέκω
      I get into trouble; confuse, complicate
    • ο συναγερμός
      the alarm
    • σιχαίνομαι
      I loathe, detest
    • ο καθρέφτης
      the mirror
    • διάσημος
      famous
    • το χώμα
      the soil, earth
    • το όργανο
      the organ
    • το συγκρότημα
      the band, music group; building complex
    • γελάω
      I laugh
    • η επίδειξη
      the demonstration (of something); ostentation
    • το νεύρο
      the nerve
    • αηδιαστικός
      disgusting
    • το βασίλειο
      the kingdom
    • η πρόσκληση
      the invitation
    • η ατμόσφαιρα
      the atmosphere
    • το πάσο
      the entry pass; fair enough
    • η πληγή
      the wound
    • κατηγορώ
      I accuse, blame
    • κατανοητός
      comprehensible, understandable
    • το τούνελ
      the tunnel
    • ο βαθμός
      the degree, extent; rank
    • ανεβαίνω
      I climb, ascend
    • προστατεύω
      I protect
    • το εργαλείο
      the tool
    • η επικοινωνία
      the communication
    • το πλήθος
      the crowd, multitude
    • ξεπερνάω
      I exceed; overcome; get over
    • πουλάω
      I sell
    • η κοιλιά
      the belly, tummy
    • συνηθισμένος
      used to, accustomed to; customary; common place
    • το ποδόσφαιρο
      football
    • η συνταγή
      the recipe
    • το πάρκινγκ
      the parking space
    • νικάω
      I win; defeat
    • ανατολικά
      east, eastward
    • το γέλιο
      the laugh, laughter
    • επίσημα
      officially, formally
    • αναπτύσσω
      I develop
    • μακρύς
      long
    • τέταρτος
      fourth
    • επαναλαμβάνω
      I repeat
    • υγρός
      wet; liquid
    • το υγρό
      the liquid, fluid
    • η τρίχα
      the body hair
    • η σάρκα
      the flesh
    • το τέταρτο
      the quarter
    • η μπότα
      the boot
    • το σακάκι
      the jacket
    • φρικτός
      horrible, appalling
    • η αδυναμία
      the weakness
    • το μάτσο
      the bundle, bunch
    • το ίδρυμα
      the institution, foundation
    • επίτηδες
      deliberately, on purpose
    • το γυμναστήριο
      the gym
    • η κλοπή
      the theft
    • το λιμάνι
      the port, harbour
    • ο πρίγκιπας
      the prince
    • το ενδιαφέρον
      the interest
    • η Ιταλία
      Italy
    • μέσος
      average
    • τριάντα
      thirty
    • παραμένω
      I remain, stay
    • ο πύργος
      the tower
    • ανάποδα
      upside down, inside out, the wrong way round
    • το φίδι
      the snake
    • το χιούμορ
      the humour
    • η διοίκηση
      the management, administration
    • η σάλτσα
      the sauce
    • συνηθίζω
      I get used to; I have a tendency to
    • το μπισκότο
      the biscuit
    • διπλός
      double
    • ντρέπομαι
      I am ashamed, embarrassed
    • ο επισκέπτης
      the visitor
    • κουνιέμαι
      I move about; get a move on; wag
    • η έννοια
      the meaning; worry, concern
    • υπόψη
      in consideration, in mind
    • το μήκος
      the length
    • ο διοικητής
      the commander
    • ο εγκληματίας
      the criminal
    • σέξι
      sexy
    • απαγορεύω
      I forbid, prohibit
    • το προαίσθημα
      the premonition, hunch
    • χαίρω
      I am happy, am glad
    • το διαμάντι
      the diamond
    • ξύπνιος
      awake; alert; smart, shrewd
    • πολύτιμος
      valuable, precious
    • το γόνατο
      the knee
    • η φόρμα
      the form
    • η αποτυχία
      the failure
    • η αύξηση
      the increase, rise
    • η πρόκληση
      the challenge; provocation
    • υποφέρω
      I suffer
    • αποτελώ
      I comprise, constitute
    • ο δημοσιογράφος
      the journalist
    • το ραδιόφωνο
      the radio
    • η ομιλία
      the speech
    • η επανάσταση
      the revolution
    • προέρχομαι
      I come from, originate
    • το φροντιστήριο
      the private tutoring
    • στέκομαι
      I stand
    • το έτος
      the year
    • ο φύλακας
      the guard, watchman
    • η παρακολούθηση
      the monitoring, surveillance
    • άγνωστος
      unknown; stranger
    • η Τετάρτη
      Wednesday
    • η οργάνωση
      the organisation
    • η ακτίνα
      the ray, beam; radius
    • το σχήμα
      the shape, form
    • κοινωνικός
      social, sociable
    • η αγωγή
      the lawsuit; medical treatment; education
    • ρομαντικός
      romantic
    • ακριβός
      expensive
    • η κατοχή
      the possession, ownership; military occupation
    • παιδικός
      childlike, infantile
    • υπερβολικός
      excessive, extravagant; exaggerated
    • η έκφραση
      the expression
    • αποκαλώ
      I call (somebody something)
    • το ρεπό
      the day off
    • το μπιφτέκι
      the burger
    • η ανταλλαγή
      the exchange, swap
    • το πλάι
      the side
    • στρατιωτικός
      military
    • το κύμα
      the wave
    • η ένδειξη
      the indication
    • ο άγγελος
      the angel
    • ο τίτλος
      title, heading
    • η στροφή
      the turn, bend; verse, stanza
    • το έξοδο
      the expense
    • ο ωκεανός
      the ocean
    • ο υπάλληλος
      the employee
    • ιδιωτικός
      private, personal
    • η προδοσία
      the betrayal; treason
    • η δεκαετία
      the decade
    • το χρέος
      the debt
    • η κοινότητα
      the community
    • εμπορικός
      commercial
    • εξακολουθώ
      I go on, continue
    • η πρόθεση
      the intention, plan
    • ακυρώνω
      I cancel
    • το παν
      the most important thing
    • ο πιλότος
      the pilot
    • ο θάλαμος
      the chamber; booth
    • η συγκέντρωση
      the concentration, focus; gathering, congregation
    • η σημαία
      the flag
    • το εσώρουχο
      the underwear
    • η εξάσκηση
      the practice, training
    • τα γαλλικά
      French (language)
    • ο ώμος
      the shoulder
    • στοιχηματίζω
      I bet, wager
    • παραδέχομαι
      I admit
    • τα κοσμήματα
      the jewellery
    • ευχάριστος
      pleasant, enjoyable
    • ενοχλώ
      I annoy, disturb, bother
    • η αναζήτηση
      the search
    • ιερός
      sacred, holy
    • το ζόρι
      the strain; slog
    • το κόστος
      the cost
    • η θλίψη
      the grief, sorrow
    • περίπλοκος
      complicated, complex
    • απόλυτος
      absolute
    • το χόρτο
      the weed, marijuana
    • το στυλό
      the pen
    • ο ψεύτης
      the liar
    • η σακούλα
      the plastic bag
    • ο μάγος
      the magician; wizard
    • το κρανίο
      the skull
    • η οπτική
      the point of view, standpoint
    • μαλακός
      soft
    • ίσα
      equally
    • η θυσία
      the sacrifice
    • η προπόνηση
      the training, practice
    • παράλογος
      absurd, illogical, irrational
    • το πιάνο
      the piano
    • το γυμνάσιο
      the secondary school, high school (first three years)
    • ο καλλιτέχνης
      the artist
    • η επιρροή
      the influence
    • η προαγωγή
      the promotion (in career)
    • ξεκάθαρα
      clearly, plainly
    • φυσιολογικά
      normally, naturally
    • φέρομαι
      I behave; treat (somebody)
    • το πεπρωμένο
      the destiny
    • ο εφιάλτης
      the nightmare
    • το κλουβί
      the cage
    • γενναίος
      brave
    • η κρέμα
      the cream
    • ο όρος
      the term; mountain
    • ξανασυμβαίνω
      I happen again, recur
    • η αναγνώριση
      the recognition, acknowledgement
    • το εμπόδιο
      the obstacle, barrier
    • το κάθισμα
      the seat
    • ο μισθός
      the salary, wages
    • ουσιαστικά
      essentially, fundamentally; practically, virtually
    • η δοκιμή
      the test, trial
    • ο χειμώνας
      the winter
    • αντίθετα
      on the contrary, unlike
    • τρομερά
      tremendously, extremely
    • οικογενειακός
      familial, family
    • επικίνδυνα
      dangerously
    • αδύναμος
      weak, feeble
    • πενήντα
      fifty
    • ο ιός
      the virus
    • ο νικητής
      the winner
    • το πείραμα
      the experiment
    • το πέρασμα
      the passage, passing
    • η μοναξιά
      the solitude; loneliness
    • άσπρος
      white
    • το τίμημα
      the price (figurative)
    • το γάντι
      the glove
    • ο κατάσκοπος
      the spy
    • η ένταση
      the intensity; tension; volume (music)
    • αγενής
      rude
    • η δυνατότητα
      the possibility (potential action)
    • νευρικός
      nervous
    • τακτοποιώ
      I sort out, put in order, tidy
    • η εκλογή
      the election
    • το δάκρυ
      the tear, teardrop
    • το διαδίκτυο
      the internet
    • πρόθυμος
      willing, amenable
    • ο πάτος
      the bottom, lowest point
    • κεντρικός
      central; main, principal
    • η πίτα
      the pie; pitta bread
    • το σύμβολο
      the symbol
    • η ισχύς
      strength, power
    • η ανατολή
      the east; sunrise
    • η τεχνική
      the tecnique
    • σιγουρεύομαι
      I make sure, ensure
    • το όραμα
      the vision, mental image
    • η πρόποση
      the toast (honour with drink)
    • ο ναός
      the temple, place of worship
    • η κάλτσα
      the sock
    • ο δειλός
      the coward
    • εκπλήσσομαι
      I am surprised, astonished
    • η περιγραφή
      the description
    • περίφημα
      great, brilliantly
    • προσλαμβάνω
      I hire (staff)
    • ισχυρός
      powerful
    • ο γερουσιαστής
      the senator
    • μαγικά
      magically
    • η προμήθεια
      the supply; commission fee
    • ο τρομοκράτης
      the terrorist
    • επίσημος
      formal; official
    • κινδυνεύω
      I am in danger, at risk
    • τα μαθηματικά
      the mathematics
    • ρισκάρω
      I risk, take a chance
    • ο επιστήμονας
      the scientist
    • αιώνια
      eternally, forever
    • διακόπτω
      I interrupt; discontinue
    • τυχαίνω
      I happen randomly, occur by chance
    • αντιμετωπίζω
      I confront, deal with, tackle
    • δημιουργώ
      I create, make
    • ο εργάτης
      the manual worker, labourer
    • ξεκάθαρος
      clear, unambiguous
    • η ιδιοκτησία
      the property
    • η εμμονή
      the obsession
    • ο ιερέας
      the priest
    • άβολα
      uncomfortably, awkwardly
    • ο γραμματέας
      the secretary
    • σκοτεινός
      dark, gloomy; shady, fishy
    • η ένωση
      the union
    • η στέγη
      the roof
    • η άσκηση
      the exercise; internship
    • ιατρικός
      medical
    • το ψάρεμα
      fishing
    • περιέχω
      I contain
    • γυμνός
      naked; bare
    • η απόπειρα
      the attempt
    • πιστός
      loyal, faithful
    • νομικός
      legal
    • προειδοποιώ
      I warn
    • η ανθρωπότητα
      the mankind, humanity
    • η δύση
      the west; sunset
    • ο πυρετός
      the fever
    • η διαφήμιση
      the advertisement; publicity
    • το ντουλάπι
      the cupboard
    • απαραίτητα
      necessarily
    • το βραδινό
      the dinner, supper
    • η πώληση
      the sale, selling
    • οφείλω
      I owe
    • συγκεντρώνομαι
      Ι concentrate, focus; assemble, get together
    • το δολάριο
      the dollar
    • εκρήγνυμαι
      I explode
    • η βλάβη
      the harm, damage; mechanical breakdown
    • το μπάσκετ
      basketball
    • η σπηλιά
      the cave
    • η φάτσα
      the face
    • η τροχιά
      the orbit; course, trajectory
    • η αρρώστια
      the illness, disease
    • η περιπέτεια
      the adventure
    • το αέριο
      the gas
    • το θέαμα
      the spectacle, show
    • παγκόσμιος
      global, worldwide
    • η δημοκρατία
      the democracy
    • φρέσκος
      fresh
    • η μελέτη
      the study, studying
    • το πέος
      the penis
    • χρονικός
      temporal, time
    • ακριβά
      expensively, at a great cost
    • η επιστολή
      the letter (correspondence)
    • υπομονετικός
      patient
    • το μίσος
      the hatred
    • το ρεκόρ
      the record (achievement)
    • εκρηκτικός
      explosive
    • ο βάλτος
      the swamp, marsh
    • το σύμπτωμα
      the symptom
    • το μέτωπο
      the forehead, brow; battlefront
    • η τραγωδία
      the tragedy
    • ασχολούμαι
      I am busy with, occupied with; I deal with
    • η αμαρτία
      the sin
    • το νεκροταφείο
      the cemetery
    • ο μπάσταρδος
      the bastard
    • καλύπτω
      I cover
    • περπατάω
      I walk
    • η ενημέρωση
      the update; briefing
    • διορθώνω
      Ι correct; mend
    • καίγομαι
      I burn, swelter; get a sunburn
    • ενθουσιασμένος
      excited, enthusiastic
    • το πλεονέκτημα
      the advantage, benefit
    • παραδοσιακός
      traditional
    • εμπνέω
      I inspire
    • ο δολοφόνος
      the murderer, killer
    • η πριγκίπισσα
      the princess
    • σπασμένος
      broken
    • ο σεφ
      the chef
    • η συντεταγμένη
      the coordinate
    • το καρφί
      the nail; snitch
    • βρώμικος
      dirty
    • η γραβάτα
      the tie, neck tie
    • η θρησκεία
      the religion
    • η προσευχή
      the prayer
    • το άρωμα
      the perfume, fragrance, scent
    • η έκδοση
      the edition; extradition
    • το κορμί
      the body
    • η Ρωσία
      Russia
    • η Ιαπωνία
      Japan
    • καθημερινά
      daily, every day
    • απομένω
      I am left, remain
    • μεταφέρω
      I transfer; transport
    • το συνέδριο
      the conference, convention
    • ώριμος
      mature; ripe
    • μαζεύω
      I collect, gather; pick up; shrink
    • αρνητικός
      negative
    • το πρωτάθλημα
      the championship
    • ο πιστός
      the believer
    • καταλήγω
      I end up, result
    • το χρυσάφι
      the gold
    • ο χυμός
      the juice
    • κερνάω
      I treat (somebody), pay (for somebody)
    • ο συγχρονισμός
      the timing; synchronisation
    • το χάσιμο
      the loss; waste (of time)
    • η πινακίδα
      the road sign, signpost; billboard
    • χωρίζω
      I separate, divide; divorce, break up
    • η διαρροή
      the leak, leakage
    • το χαλί
      the carpet, rug
    • η παραγγελία
      the order (in restaurant, etc.)
    • σταθερός
      steady, stable
    • κοροϊδεύω
      I make fun of, tease; fool
    • η πρόοδος
      the progress, advancement
    • φανταστικά
      fantastically
    • αράζω
      I hang out, chill out
    • η στρατηγική
      the strategy
    • ο πισινός
      the bottom, backside
    • η μούρη
      the face, mug
    • το κέρδος
      the profit
    • η αντίσταση
      the resistance
    • αρχαίος
      ancient
    • ο λόφος
      the hill
    • η γενιά
      the generation
    • ο λύκος
      the wolf
    • παρόμοιος
      similar
    • γενικά
      generally
    • επαγγελματικός
      professional, business
    • εργάζομαι
      I am employed, work
    • η παραγωγή
      the production, manufacture
    • το μέλι
      the honey
    • η Ισπανία
      Spain
    • επηρεάζω
      I influence; affect, impact
    • η διαθήκη
      the will, testament
    • ο θυμός
      the anger
    • η προφορά
      the accent; pronunciation
    • πατάω
      I step on; push down, click
    • κίτρινος
      yellow
    • η σύνταξη
      the pension; retirement
    • η δοκιμασία
      the challenge, trial
    • το φταίξιμο
      the fault, blame
    • ο τόνος
      the tone, pitch; stress, accent
    • η κοιλάδα
      the valley
    • ο άνεμος
      the wind
    • το φύλλο
      the leaf
    • αρνούμαι
      I deny; refuse, say no
    • αναγνωρίζω
      I recognise
    • το μερίδιο
      the stake, share
    • ο απατεώνας
      the swindler, crook, fraud
    • ο μηχανικός
      the engineer, mechanic
    • η περιέργεια
      the curiosity
    • αγνοώ
      I ignore
    • φοβερά
      tremendously, terribly; awesome
    • προσεκτικός
      careful; attentive, conscientious
    • απευθείας
      directly
    • η ανακοίνωση
      the announcement
    • η δημιουργία
      the creation
    • η ένεση
      the injection
    • η ζούγκλα
      the jungle
    • το Βερολίνο
      Berlin
    • βρέχω
      I wet, dampen; rain
    • η σύγκρουση
      the crash, collision; conflict, confrontation
    • ο φούρνος
      the oven; bakery
    • γυναικείος
      feminine
    • η καθυστέρηση
      the delay
    • κρυώνω
      I am cold
    • η αγελάδα
      the cow
    • φιλάω
      I kiss
    • η κατανόηση
      the understanding, comprehension; empathy
    • η καλύβα
      the hut, shack
    • υπογράφω
      I sign, autograph
    • δημόσιος
      public, communal; civil
    • η κληρονομιά
      the legacy, heritage; inheritance
    • η χήρα
      the widow
    • σέβομαι
      I respect
    • κοντός
      short
    • πηδάω
      I jump
    • χοντρός
      fat, bulky; coarse, crass
    • αμάν
      good grief!, oh dear!; oh no!
    • το οξυγόνο
      the oxygen
    • η θέληση
      the will power, drive
    • η κιθάρα
      the guitar
    • τυφλός
      blind
    • η άνοιξη
      the spring, springtime
    • η φωλιά
      the den, lair; nest
    • ο δεσμός
      the tie, bond; relationship, affair
    • η πείνα
      the hunger
    • η εκδήλωση
      the event; manifestation, demonstration
    • το κόμμα
      the political party; comma
    • ζηλεύω
      I am jealous, envy
    • η φάρσα
      the farse; prank, practical joke
    • η μόδα
      the fashion, trend
    • σημερινός
      present-day, current, modern
    • ο εμετός
      the vomit
    • η κρεβατοκάμαρα
      the bedroom
    • ζεστά
      warmly; cosily
    • η ανάμνηση
      the memory, recollection
    • ο προπονητής
      the coach, trainer
    • η πετσέτα
      the towel; napkin
    • η αλυσίδα
      the chain
    • το καλάθι
      the basket
    • η Ινδία
      India
    • ο πονοκέφαλος
      the headache
    • ώπα
      oops; hang on
    • η καμπίνα
      the cabin
    • υψηλός
      high, lofty
    • η ηθική
      the ethics, morality
    • η λάσπη
      the mud
    • η κατάθλιψη
      the depression
    • νόστιμος
      tasty, delicious
    • ξανακούω
      I rehear, relisten
    • σαφής
      clear, concrete
    • το τσίρκο
      the circus
    • λυπηρός
      regrettable, lamentable; distressing
    • η συνείδηση
      the conscience
    • η βρύση
      the tap, faucet
    • άγριος
      wild, savage; fierce
    • το παραμύθι
      the fairytale
    • η μπανιέρα
      the bath tub
    • στεγνός
      dry
    • ξεκουράζομαι
      I rest
    • παγκόσμια
      globally, universally
    • η δραστηριότητα
      the activity
    • το γούστο
      the taste, sense of style
    • η κακία
      the malice, spite
    • παραδίνω
      I deliver, hand in
    • η μαϊμού
      the monkey; fake, counterfeit
    • η ποσότητα
      the quantity, amount
    • σταθερά
      consistently, steadily; securely; sturdily
    • διπλά
      doubly, twice as
    • ξεκαθαρίζω
      I clarify, make clear
    • το κολιέ
      the necklace
    • ο πυροβολισμός
      the shooting, gunfire, gunshot
    • ευτυχής
      joyous, blissful
    • κουράζομαι
      I get tired
    • ευχαριστημένος
      pleased, satisfied
    • ο πρωταθλητής
      the champion
    • σκέτος
      plain, unadorned
    • η άμυνα
      the defence
    • πολεμάω
      I battle, fight
    • ο όρκος
      the oath, vow
    • η άμμος
      the sand
    • τρομάζω
      I scare, frighten; am scared, am frightened
    • ο κατάλογος
      the catalogue, list; menu
    • το αλάτι
      the salt
    • σφιχτά
      tightly
    • η κατάληξη
      the ending; upshot
    • το σύνολο
      the total; outfit
    • το μπουφάν
      the jacket, windbreaker
    • η πλατεία
      the square, town square
    • παγωμένος
      frozen, chilled; freezing
    • ο επιβάτης
      the passenger
    • οικονομικός
      economic, financial
    • ενοχλητικός
      annoying
    • συλλαμβάνω
      I arrest, capture; conceive
    • η αυγή
      the dawn, daybreak
    • δυτικός
      west, western
    • ανατολικός
      east, eastern
    • σπάνιος
      rare
    • το φρούτο
      the fruit
    • το καύσιμο
      the fuel
    • η λεωφόρος
      the avenue, boulevard
    • το σχοινί
      the rope
    • η σαλάτα
      the salad
    • θλιβερός
      depressing, bleak, sorrowful
    • το φυτό
      the plant
    • η διανομή
      the distribution
    • η κότα
      the hen; wimp, chicken
    • το συμπέρασμα
      the conclusion
    • ο προδότης
      the traitor, backstabber
    • θυμώνω
      I get angry
    • ο υπουργός
      the minister
    • το τετράγωνο
      the square (shape)
    • ο πάγκος
      the counter, countertop; stand; bench
    • εντοπίζω
      I locate, detect; track down, trace
    • βελτιώνω
      I improve, enhance
    • το άλμα
      the jump, leap
    • ο γαλαξίας
      the galaxy
    • το τιμόνι
      the steering wheel; handlebars
    • αναπνέω
      I breathe
    • ψητός
      baked, roast
    • το δάνειο
      the loan, mortgage
    • το μετρό
      the metro, underground
    • η ανησυχία
      the anxiety, anxiousness, unease
    • ένα δισεκατομμύριο
      one billion
    • η εξαφάνιση
      the disappearance; extinction
    • η εισβολή
      the invasion
    • το προϊόν
      the product, commodity
    • η οροφή
      the ceiling
    • εξίσου
      equally, alike, to the same degree
    • το οστό
      the bone
    • η δίωξη
      the persecution; prosecution
    • ο σωλήνας
      the pipe, tube
    • εγκαταλείπω
      I abandon; give up; drop out
    • η ιστοσελίδα
      the website, webpage
    • προλαβαίνω
      I am in time for, catch; preempt; keep ahead of
    • το κτήνος
      the beast, wild animal
    • η κόλλα
      the glue
    • το καλώδιο
      the cable
    • βρωμάω
      I smell bad, stink
    • το σύννεφο
      the cloud
    • το φέρετρο
      the coffin
    • η παραμονή
      the eve; stay, residency
    • η μετοχή
      the share, stock
    • το δίπλωμα
      the diploma; driving license
    • αναγκάζω
      I force, compel
    • διατάζω
      I order, command
    • η αφοσίωση
      the dedication, devotion
    • λύνω
      I solve, resolve; unfasten, untie
    • βασίζομαι
      I rely on, depend on; am based on
    • ευγενικά
      kindly, politely, graciously
    • το συρτάρι
      the drawer
    • το ξίφος
      the sword
    • τακτικός
      tidy, neat, orderly; regular
    • αληθεύω
      I am true, I am real
    • η εκτέλεση
      the execution
    • η καφετέρια
      the cafe
    • μονάχα
      merely, only
    • το χάρισμα
      the charisma; gift, talent
    • άχρηστος
      useless
    • ο καπνός
      the smoke
    • κρυφός
      clandestine, secret
    • πρακτικά
      practically
    • το έπιπλο
      the piece of furniture
    • δίχως
      without
    • η ομολογία
      the confession
    • η εκδοχή
      the version, variant
    • προηγουμένως
      previously, formerly
    • συνδέομαι
      I am connected
    • η ισορροπία
      the balance, equilibrium
    • το ύφος
      the style
    • η ταράτσα
      the rooftop, roof terrace
    • η ενοχή
      the guilt
    • η αντίθεση
      the contrast; opposition
    • ο ηγέτης
      the leader; ruler
    • το κουδούνι
      the bell, doorbell
    • η ακοή
      the hearing, ability to hear
    • ξένος
      foreign
    • καταθέτω
      I testify; deposit money
    • η εγκατάσταση
      the installation, set-up
    • το μαξιλάρι
      the cushion, pillow
    • το χτύπημα
      the knock, tap; thump, wallop
    • η αυτοκρατορία
      the empire
    • η πρεσβεία
      the embassy
    • η προτεραιότητα
      the priority
    • το αρχηγείο
      the headquarters
    • γερά
      solidly, sturdily
    • η ύπαρξη
      the existence
    • η πληρωμή
      the payment
    • ισχυρίζομαι
      I claim, maintain
    • τα τρόφιμα
      the food, provisions
    • περιλαμβάνω
      I include, encompass
    • το λάδι
      the oil
    • σχεδιάζω
      I design, draw
    • η ηρεμία
      the peacefulness, calm, serenity
    • αρχικός
      initial; original
    • το μήλο
      the apple
    • το ποντίκι
      the mouse
    • τοπικός
      local, regional
    • η στενή
      the prison, jail
    • το ένστικτο
      the instinct
    • η ξεκούραση
      the rest, repose
    • το διαβατήριο
      the passport
    • η δουλεία
      the slavery
    • γεμίζω
      I fill, fill up
    • βαθύς
      deep
    • ο θρόνος
      the throne
    • η συνήθεια
      the habit, custom
    • καημένος
      poor, wretched, unfortunate
    • η γροθιά
      the fist; punch, blow
    • η αυτοπεποίθηση
      the confidence, self-confidence
    • τα ισπανικά
      Spanish (language)
    • η πάπια
      the duck
    • ο Εβραίος
      the Jew
    • άθλια
      miserably; awfully, terribly
    • σύντομος
      brief, short
    • κινέζικος
      Chinese
    • η ερωμένη
      the lover, mistress
    • θαυμάζω
      I admire, revere
    • η ακαδημία
      the academy
    • το συνεργείο
      the garage, repair shop
    • η Βίβλος
      the Bible
    • η μπαταρία
      the battery
    • μοιράζομαι
      I share
    • ο έμπορος
      the dealer, trader
    • το άγαλμα
      the statue
    • σεξουαλικά
      sexually
    • η λάμψη
      the glimmer, glow; shine; flash
    • μετακομίζω
      I relocate, move house
    • προδίδω
      I betray
    • επιλέγω
      I choose, select
    • το νοίκι
      the rent
    • η λεσβία
      the lesbian
    • ξαναπαίρνω
      I reclaim, take back
    • η κλειδαριά
      the lock, door lock
    • σοκάρω
      I shock
    • η κατάρα
      the curse
    • ο Αμερικάνος
      the American person
    • η μόλυνση
      the infection; contamination
    • θετικός
      positive
    • όρθιος
      standing, upright
    • νόμιμος
      lawful, legal
    • αποτυγχάνω
      I fail
    • η Μόσχα
      Moscow
    • περαιτέρω
      further, to a greater extent
    • το τρέξιμο
      the run, jog
    • απειλώ
      I threaten, menace
    • το μπαστούνι
      the club, bat; walking stick
    • η ανάπτυξη
      the development, growth
    • η κουβέρτα
      the blanket
    • η διακοπή
      the interruption
    • το κράτος
      the nation, state
    • ερωτικός
      erotic
    • η εξαίρεση
      the exception
    • πληγώνω
      I hurt, injure
    • εφευρίσκω
      I invent
    • κινούμαι
      I move, get moving
    • ο σταυρός
      the cross
    • κατευθύνομαι
      I head for, head towards
    • ηθικός
      ethical, moral
    • ο υπηρέτης
      the domestic servant
    • ξαπλώνω
      I lie down, stretch out
    • ανακατεύομαι
      I get involved; meddle; feel sick
    • ο σερβιτόρος
      the waiter
    • βασικός
      basic
    • η βιομηχανία
      the industry, manufacturing
    • ο πυρήνας
      the core, nucleus, kernel
    • το ιατρείο
      the doctor's office, medical practice
    • ακουστός
      audible
    • τραγικός
      tragic
    • η παρουσίαση
      the presentation
    • επανορθώνω
      I make up for, make amends for
    • κρύβομαι
      I hide, conceal myself
    • η ανακούφιση
      the relief
    • παραμικρός
      minute, the slightest
    • το πλυντήριο
      the washing machine
    • σηκώνομαι
      I get up, stand up
    • αποκτάω
      I obtain, acquire
    • δαγκώνω
      I bite
    • αναστατωμένος
      upset, distressed
    • η προσωπικότητα
      the personality
    • η εκτίμηση
      the appreciation; esteem, respect; appraisal, evaluation; estimate
    • η περιοδεία
      the tour
    • το σπέρμα
      the semen, sperm
    • η ιδιοφυΐα
      the genius
    • το σχόλιο
      the comment, remark
    • το κερί
      the candle; wax
    • το βούτυρο
      the butter
    • το σκι
      the skiiing
    • το ποσοστό
      the percentage
    • δημοφιλής
      popular
    • ο πόντος
      the point (score)
    • επιβιώνω
      I survive
    • η ευλογία
      the blessing
    • το ταχυδρομείο
      the post, mail; post office
    • γραμμένος
      written
    • η συχνότητα
      the frequency
    • η απομόνωση
      the isolation, seclusion; alienation
    • το επάγγελμα
      the profession
    • κοστίζω
      I cost
    • συμπεριφέρομαι
      I behave; treat (somebody)
    • η κατασκευή
      the construction; structure
    • το σύνδρομο
      the syndrome
    • η ομίχλη
      the fog, mist
    • το ορυχείο
      the mine, mining site
    • η αναβολή
      the postponement
    • η θεά
      the goddess
    • το άλμπουμ
      the album
    • η αξιοπρέπεια
      the dignity; decency
    • η εκστρατεία
      the crusade, campaign
    • το μενού
      the menu
    • το εμπόριο
      the trade, commerce
    • η σύσκεψη
      the business meeting, conference
    • η διάρρηξη
      the burglary
    • το λάστιχο
      the rubber; tyre; hose
    • αναλύω
      I analyse
    • το ναυτικό
      the navy
    • το σφυρί
      the hammer
    • άνω
      upper
    • η αντίρρηση
      the objection
    • ο τίγρης
      the tiger
    • ελάχιστα
      minimally, minutely
    • ο θησαυρός
      the treasure
    • άγιος
      saintly, sacred
    • ο παίκτης
      the player
    • η παραίσθηση
      the hallucination
    • κλειδωμένος
      locked
    • σπρώχνω
      I push, shove
    • το διάβασμα
      the reading; studying
    • το στρώμα
      the mattress; layer, stratum
    • υγιής
      healthy, fit
    • το φεστιβάλ
      the festival
    • σοβαρολογώ
      I am serious
    • τα ρέστα
      the change (smaller money)
    • η έγκριση
      the approval
    • απογίνομαι
      I become of, happen to
    • βόρειος
      north, northern
    • ο πολεμιστής
      the warrior, fighter
    • άθλιος
      despicable; wretched; sleazy, seedy
    • το προσόν
      the qualification, asset
    • το δοχείο
      the container, vessel
    • ομολογώ
      I confess; admit, acknowledge
    • ο μπάρμαν
      the barman
    • η κυκλοφορία
      the circulation; release, launch
    • κρυμμένος
      hidden, concealed
    • η καταδίκη
      the conviction, condemnation; damnation, doom
    • ο βράχος
      the rock
    • ο αυτοκράτορας
      the emperor
    • αποκλειστικά
      exclusively, solely
    • μετανιώνω
      I regret
    • η φράση
      the phrase, idiom; quote
    • η γοητεία
      the charm, allure
    • το συμβάν
      the incident
    • το αδιέξοδο
      the dead end; standoff, stalemate
    • κυκλοφορώ
      I circulate; go around, get around; release, launch
    • το άσυλο
      the asylum; refuge
    • καλωσορίζω
      I welcome
    • επικοινωνώ
      I communicate; contact
    • η λάμπα
      the lamp; light bulb
    • ο ενήλικος
      the adult
    • η γαλοπούλα
      the turkey
    • καπνίζω
      I smoke
    • η τύψη
      the remorse, guilt
    • η ενόχληση
      the annoyance; disturbance
    • ο μύθος
      the myth, fable
    • το ταμείο
      the cash desk, checkout; fund
    • η πίστα
      the dance floor; racetrack; ski slope
    • το κράνος
      the helmet
    • ίσια
      level (on an even plane)
    • το λιοντάρι
      the lion
    • ακριβής
      accurate, exact, precise
    • ψεύτικα
      affectedly, artificially
    • το ρύζι
      the rice
    • η αποκάλυψη
      the revelation; apocalypse
    • η μπριζόλα
      the steak, chop
    • βρεγμένος
      wet
    • η ασπίδα
      the shield
    • το γυαλί
      the glass (material)
    • καταπληκτικά
      amazingly
    • ο θρύλος
      the legend, fable
    • το μουστάκι
      the moustache
    • σαράντα
      forty
    • ο φακός
      the lens; torch
    • χαμογελάω
      I smile
    • αγοράζω
      I buy, purchase
    • εγγυώμαι
      I guarantee
    • το πετρέλαιο
      the petroleum, oil
    • η μάρκα
      the brand, make
    • οι αποσκευές
      the luggage, baggage
    • ξεφορτώνω
      I unload
    • ο εραστής
      the lover
    • το πτυχίο
      the university degree
    • το βέλος
      the arrow, bolt
    • παρόμοια
      similarly
    • παρακάτω
      further down
    • η Τουρκία
      Turkey
    • το λαχανικό
      the vegetable
    • η ασπίδα
      the shield
    • το έγγραφο
      the document
    • το πλάνο
      the plan
    • απαλά
      gently, softly
    • το χόμπι
      the hobby
    • η ψυχραιμία
      the composure, presence of mind; don't panic!
    • το θράσος
      the audacity, cheek
    • παράνομα
      illegally
    • η λήψη
      the download; reception, signal; camera shot
    • η διάσωση
      the rescue
    • διαβεβαιώνω
      I assert that; I assure (somebody) that
    • ο αλήτης
      the bum, hobo; scumbag
    • διαρκώς
      constantly; perpetually
    • η λεπίδα
      the blade
    • το κάπνισμα
      the smoking
    • η πρακτική
      the internship, work experience
    • η βαρύτητα
      the gravity; importance
    • ο καλεσμένος
      the guest
    • ο άνθρακας
      the carbon; coal
    • ταξιδεύω
      I travel
    • η κριτική
      the criticism, censure; review, critique
    • ακουμπάω
      I brush up against; rest (something) against
    • ντυμένος
      dressed, clothed
    • το ποίημα
      the poem
    • η κούπα
      the cup, mug
    • στρίβω
      I turn, veer
    • το φασόλι
      the bean
    • η δυσκολία
      the difficulty
    • ποινικός
      penal, criminal
    • το πρωτότυπο
      the original; prototype
    • το στέμμα
      the crown
    • η αλληλογραφία
      the correspondence
    • ειδοποιώ
      I notify, let (somebody) know
    • το κύτταρο
      the cell (biological)
    • το μαλλί
      the wool; hair
    • το συκώτι
      the liver
    • συναισθηματικά
      emotionally
    • η τάση
      the trend, tendency; voltage
    • τραγουδάω
      I sing
    • μπερδεμένος
      confused; confusing
    • φοβισμένος
      scared, frightened
    • το σκάνδαλο
      the scandal
    • το γρασίδι
      the grass
    • εμποδίζω
      I obstruct, impede
    • το οχυρό
      the fort, fortress
    • η συγχώρεση
      the forgiveness
    • το σουτιέν
      the bra
    • η κούρσα
      the race
    • ξεφορτώνομαι
      I get rid of
    • το φίλτρο
      the filter
    • επιθυμώ
      I desire, wish for
    • το επιδόρπιο
      the dessert, pudding
    • ανάλογα
      depending on, according to
    • προσεύχομαι
      I pray
    • η ανακάλυψη
      the discovery
    • η ατάκα
      the quip, one-liner; chat-up line; watchword
    • η ροή
      the flow
    • ο επιχειρηματίας
      the businessman, entrepreneur
    • εναλλακτικός
      alternative
    • καίω
      I burn
    • το σεντόνι
      sheet (bed linen)
    • ο φοιτητής
      the (university) student
    • εγκεφαλικός
      cerebral
    • ο παραγωγός
      the producer
    • τα ψιλά
      the small change
    • γαλλικός
      French
    • η επίδραση
      the impact, effect
    • η υποψία
      the suspicion, inkling
    • η βελόνα
      the needle
    • η πάλη
      the struggle; wrestling
    • ο σάκος
      the sack, rucksack
    • ονειρεύομαι
      I dream, dream about
    • πλαστικός
      plastic
    • έντονα
      intensely
    • η επιβεβαίωση
      the confirmation, validation
    • ο σύντροφος
      the companion, comrade; partner, boyfriend
    • μπροστινός
      front, frontal
    • το μετάλλιο
      the medal
    • τσεκάρω
      I check
    • χαμηλός
      low
    • ηλεκτρικός
      electric
    • το μπέρδεμα
      the muddle, mix-up, mess
    • ξαναλέω
      I say again, retell, repeat
    • εγκαίρως
      in time, in a timely manner
    • το φαινόμενο
      the phenomenon
    • ο ιππότης
      the knight
    • το κοπάδι
      the flock, herd, shoal
    • χαλαρά
      loosely; casually, leisurely
    • ο φόρος
      the tax
    • η συμμαχία
      the alliance
    • η υποχρέωση
      the duty, obligation
    • η προσέγγιση
      the approach
    • το αίτημα
      the request
    • ιδού
      behold
    • το πουλόβερ
      the jumper, sweater
    • η απόκτηση
      the acquisition, obtainment
    • το μπλέξιμο
      the mess, mix-up
    • χαρακτηριστικά
      characteristically
    • στρογγυλός
      round, circular
    • η συμμορία
      the gang
    • έξυπνα
      cleverly, intelligently
    • το βάζο
      the vase; jar
    • το βραχιόλι
      the bracelet
    • το εκατοστό
      the centimetre
    • ο φράχτης
      the fence
    • παρουσιάζω
      I present
    • η σφαγή
      the slaughter, massacre
    • η σοφίτα
      the attic
    • ο θαυμαστής
      the admirer
    • το άνοιγμα
      the opening
    • αυτοκτονώ
      I kill myself, commit suicide
    • το σόι
      the family, folks
    • η συντροφιά
      the companionship, company
    • έντονος
      intense
    • παραιτούμαι
      I resign, step down; give up hope, give in
    • σβήνω
      I turn off, extinguish; erase; fade
    • το φαΐ
      the grub, nosh
    • κατουράω
      I pee, piss
    • σκάβω
      I dig
    • το κέφι
      the cheerfulness, fun
    • ο εξωγήινος
      the alien, extraterrestrial
    • το τόξο
      the bow, crossbow
    • παλιότερα
      formerly, in the past
    • το κολύμπι
      the swimming
    • η ειλικρίνεια
      the truthfulness, honesty, sincerity
    • αριστερός
      left, left-hand; left-wing
    • η ποιότητα
      the quality
    • αρσενικός
      male, masculine
    • τυχαίος
      random
    • η εξοχή
      the countryside
    • η συμμετοχή
      the participation, involvement
    • συναισθηματικός
      sentimental
    • ο οργανισμός
      the organism; organization
    • κόντρα
      against
    • το σκηνικό
      the film set, theatre scenery; setting, scenery
    • η ευγνωμοσύνη
      the gratitude
    • η περίμετρος
      the circumference, perimeter
    • η ελιά
      the olive
    • τυλίγω
      I wrap
    • γενικός
      general, generic
    • γκρι
      grey
    • επιμένω
      I insist; persevere, persist
    • έκτακτος
      emergency
    • αποδεικνύομαι
      I prove to be, show myself to be
    • η εκδρομή
      the excursion, outing
    • ο χαμός
      the mayhem, pandemonium; demise
    • η σφραγίδα
      the seal, ink stamp
    • το οξύ
      the acid
    • αναμφίβολα
      undoubtedly
    • η μπογιά
      the paint
    • τραυματίζω
      I wound, injure
    • δημοτικός
      municipal
    • το δημοτικό
      the primary school
    • ο δίδυμος
      the twin
    • το κραγιόν
      the lipstick
    • η αγωνία
      the suspense; anguish
    • η ευγένεια
      the politeness, courtesy
    • αποφεύγω
      I avoid
    • γκρινιάζω
      I whinge, moan
    • νότιος
      south, southern
    • η γαλήνη
      the serenity, tranquility
    • ο τρόμος
      the horror, terror
    • στενός
      narrow; close, intimate
    • ο αρραβωνιαστικός
      the fiancé, fiancée
    • το κάρο
      the cart, wagon
    • ο υποψήφιος
      the candidate
    • τηγανητός
      fried
    • καθυστερώ
      I am late, run late
    • αρρωσταίνω
      I get sick
    • η σύγκριση
      the comparison
    • ορισμένος
      designated, set
    • αιμορραγώ
      I bleed
    • η αποβάθρα
      the dock, quay; pier; platform (train)
    • η σταγόνα
      the drop, droplet
    • η συνεδρίαση
      the session, sitting, hearing
    • το πιστοποιητικό
      the certificate
    • ο Ιούλιος
      July
    • το κόκαλο
      the bone
    • τα γερμανικά
      German (language)
    • η χλόη
      the grass
    • ενωμένος
      united
    • το φαρμακείο
      the pharmacy
    • το δράμα
      the drama
    • το πρόστιμο
      the fine, penalty
    • η στάχτη
      the ash
    • επιστημονικός
      scientific
    • ο νότος
      the south
    • ο Γάλλος
      the French person
    • το κήρυγμα
      the sermon, preaching
    • η Αυστραλία
      Australia
    • το νόμισμα
      the currency; coin
    • το μοναστήρι
      the monastery, convent
    • υποχρεωμένος
      obliged, obligated
    • η φλόγα
      the flame
    • ο Σεπτέμβριος
      September
    • φτιαγμένος
      made of, made by
    • διώχνω
      I chase away, drive out, repel; sack, fire
    • το τουρνουά
      the tournament
    • το μπαχαρικό
      the spice
    • ο υπότιτλος
      the subtitle
    • το έντομο
      the insect
    • ο Ρώσος
      the Russian person
    • το Ισραήλ
      Israel
    • ευαίσθητος
      sensitive
    • αναίσθητος
      unconscious; insensitive
    • η έναρξη
      the start, beginning
    • το λάπτοπ
      the laptop
    • σαφώς
      definitively; clearly, plainly
    • ολοκληρώνω
      I complete, conclude
    • τεχνικά
      technically
    • ο σκηνοθέτης
      the film director, theatre director
    • η ποίηση
      the poetry
    • έντεκα
      eleven
    • η επένδυση
      the investment
    • ο πολιτικός
      the politician
    • πολιτικός
      political
    • η επιβίωση
      the survival
    • η παρέλαση
      the parade, pageant
    • το Σαββατόβραδο
      Saturday night
    • το καρπούζι
      the watermelon
    • ψωνίζω
      I shop
    • η περίσταση
      the special occasion
    • η σιγουριά
      the certainty
    • τα χαιρετίσματα
      the best wishes, regards
    • ο πρέσβης
      the ambassador
    • πολιτικά
      politically
    • απολαμβάνω
      I enjoy
    • η ύλη
      the matter, substance
    • η καμπάνια
      the campaign
    • έκπληκτος
      surprised, astonished
    • η ήττα
      the defeat
    • η επαρχία
      the province
    • η χορωδία
      the choir
    • η εφαρμογή
      the application, implementation; app
    • το τροχόσπιτο
      the caravan, camper van
    • η έμπνευση
      the inspiration
    • το φλιτζάνι
      the cup
    • ο Αθηναίος
      the Athenian
    • η παρτίδα
      the batch, lot
    • το πρόβατο
      the sheep
    • προσωρινά
      temporarily, for now
    • προσωρινός
      temporary, provisional
    • η γκαλερί
      the art gallery
    • βασιλικός
      royal, regal
    • η δημοσιότητα
      the publicity
    • σχετίζομαι
      to correlate to, relate to
    • η αιωνιότητα
      the eternity
    • το καροτσάκι
      the wheelchair; pushchair; wheelbarrow
    • το τσεκούρι
      the axe
    • πιέζω
      I press
    • απογοητεύω
      I disappoint
    • η μπουνιά
      the punch
    • το μικρόφωνο
      the microphone
    • βολικός
      convenient; comfortable
    • το ραβδί
      the staff, wand, rod
    • το χημικό
      the chemical
    • η βεράντα
      the veranda, porch
    • ο όγκος
      the volume, bulk; tumour
    • μακροπρόθεσμα
      in the long run, long-term
    • το σαπούνι
      the soap
    • το χωράφι
      the field (land)
    • ο βιασμός
      the rape
    • η κουβεντούλα
      the chat
    • ελκυστικός
      attractive, appealing
    • φτωχός
      poor
    • η επιδρομή
      the raid, invasion
    • απάγω
      I abduct, kidnap
    • ο πειρατής
      the pirate; hijacker
    • διαφημίζω
      I advertise
    • ο καβγάς
      the row, quarrel; brawl, tussle
    • φυλάω
      I guard; store away
    • κοντινός
      nearby, close
    • η κουρτίνα
      the curtain
    • επιζώ
      I survive
    • η μετάδοση
      the broadcast, transmission; news coverage
    • εξετάζω
      I examine
    • το παράπονο
      the complaint
    • το σκάκι
      the chess
    • το ρεπορτάζ
      the news report, reportage
    • η ανιψιά
      the niece
    • το σκορ
      the score
    • λάμπω
      I shine, glow, sparkle
    • ερωτεύομαι
      I fall in love
    • η δεξαμενή
      the tank, reservoir
    • ανεξάρτητα
      independently
    • δραπετεύω
      I escape, flee
    • η δομή
      the structure, organisation
    • το σπιτικό
      the home
    • ξεχωριστά
      individually, separately
    • ο συνδυασμός
      the combination
    • το βιογραφικό
      the CV, resume
    • το μηχάνημα
      the machine, device
    • ο καρπός
      the nut; wrist
    • τρελαίνω
      I drive crazy
    • ο γαμπρός
      the bridegroom; son-in-law, brother-in-law
    • αυτοπροσώπως
      in person
    • η δυστυχία
      the unhappiness
    • κρίσιμος
      crucial
    • ενθουσιώδης
      enthusiastic
    • η απουσία
      the absence
    • ξαναγίνομαι
      I happen again
    • πορτοκαλί
      orange
    • νομικά
      legally
    • ο συνάδελφος
      the colleague, coworker
    • διασκεδάζω
      I have fun, enjoy myself; entertain, amuse
    • εκπλήσσω
      I surprise, astonish
    • η θήκη
      the case, small container
    • δυσκολεύομαι
      I struggle with, have difficulty with
    • το κορόιδο
      the fool, sucker, dupe
    • υποστηρίζω
      I support
    • ο πόρος
      the resource; pore, duct
    • η σύγχυση
      the confusion
    • βιαστικά
      hurriedly, hastily, in a rush
    • η απογοήτευση
      the disappointment
    • το απόσπασμα
      the extract, snippet
    • το φράγμα
      the barrier; dam
    • το γύρισμα
      the turn, turning; filming, shoot
    • η επέτειος
      the anniversary
    • κατάλληλα
      appropriately, suitably
    • η φούστα
      the skirt
    • αθλητικός
      sporty, athletic
    • η περηφάνια
      the pride
    • ο κάτοικος
      the resident, inhabitant
    • διαφωνώ
      I disagree
    • ιδανικός
      ideal
    • το σκουλήκι
      the worm, maggot
    • ο αντιπρόεδρος
      the vice-president
    • απομονώνομαι
      I isolate myself, hide myself away
    • η διατροφή
      the diet, nutrition
    • το στρες
      the stress
    • η μέλισσα
      the bee
    • το εξώφυλλο
      the book cover, front page
    • παρέχω
      I provide
    • το τριαντάφυλλο
      the rose
    • η φλέβα
      the vein
    • παλεύω
      I fight, struggle
    • η εισαγωγή
      the introduction; admission
    • φιλοξενώ
      I accomodate, put (somebody) up; entertain guests
    • το μπάχαλο
      the shambles, mess
    • διδάσκω
      I teach
    • το ον
      the being, creature
    • η πρωτεύουσα
      the capital (city)
    • αφελής
      naive
    • μουσικός
      musical
    • ο μουσικός
      the musician
    • ο χειριστής
      the operator, handler
    • γαμάω
      I fuck
    • ο αχυρώνας
      the barn
    • το ματς
      the match
    • το ελάφι
      the deer
    • η δημοπρασία
      the auction
    • απορώ
      I am puzzled, I am bewildered
    • το ράφι
      the shelf
    • γοητευτικός
      handsome, charming
    • ξεπληρώνω
      I pay back, pay up
    • η γυμναστική
      the gymnastics; workout, exercise
    • καλωσήρθες
      welcome!
    • η διάσταση
      the dimension
    • ο στόλος
      the fleet
    • ελάχιστος
      minimal
    • διαθέσιμος
      available
    • θηλυκός
      female
    • ο πόλος
      the pole
    • η επίπτωση
      the repercussion, impact
    • ο δράκος
      the dragon
    • η συνωμοσία
      the conspiracy
    • ο ψυχίατρος
      the psychiatrist
    • το λίπος
      the fat
    • εξοχικός
      rural
    • ανατριχιαστικός
      chilling, hair-raising
    • αυτόματος
      automatic
    • ικανοποιημένος
      satisfied
    • η διάγνωση
      the diagnosis
    • το μολύβι
      the pencil
    • το πεζοδρόμιο
      the pavement
    • η μέθοδος
      the method
    • η έκπτωση
      the discount, reduction
    • το σφάλμα
      the error, mistake
    • οργανώνω
      I organise
    • το φθινόπωρο
      the autumn
    • η μάζα
      the mass
    • πνευματικός
      spiritual
    • η λύπη
      the sadness, sorrow
    • πυρηνικός
      nuclear
    • ο πολιτισμός
      the civilisation; culture (intellectual)
    • καταρρέω
      I collapse, crumble
    • ο χορευτής
      the dancer
    • συνέρχομαι
      I recover; get a grip
    • αναγκαίος
      necessary
    • φιλικός
      friendly, aimiable
    • νόμιμα
      legally, lawfully
    • η ακτινοβολία
      the radiance; radiation
    • απέχω
      I abstain; am distant from
    • η δίαιτα
      the diet
    • φανερός
      overt, undisguised
    • άσχετα
      regardless of
    • ξερνάω
      I vomit, puke
    • το προνόμιο
      the privilege
    • η υποδοχή
      the reception, welcome
    • η πόρνη
      the prostitute
    • εσωτερικά
      internally
    • η παρατήρηση
      the observation, remark
    • το συμφέρον
      the best interest; vested interest
    • το ταβάνι
      the ceiling
    • η όψη
      the aspect, facet
    • το καράβι
      the ship
    • σωματικός
      physical, bodily
    • ελαφρά
      lightly, faintly
    • γλιτώνω
      I escape; I save (money/time)
    • ο Γερμανός
      the German person
    • αμερικάνικος
      American
    • ο Πάπας
      the Pope
    • ζωολογικός
      zoological
    • προκειμένου
      in order to
    • τα στρατεύματα
      the troops
    • ο προορισμός
      the destination
    • το παλικάρι
      the young man, lad
    • λεπτός
      slim, thin
    • μπλεγμένος
      tangled; convoluted
    • ξοδεύω
      I spend
    • ο πρωθυπουργός
      the prime minister
    • το κόψιμο
      the cut, cutting
    • το κελάρι
      the cellar
    • η απεργία
      the strike
    • το φρούριο
      the fort, stronghold
    • το καλαμπόκι
      the corn, sweetcorn
    • η ουλή
      the scar
    • το μοτίβο
      the pattern, motif
    • σωματικά
      physically
    • η ναυτία
      the nausea, seasickness
    • η ειρωνεία
      the irony
    • το ενοίκιο
      the rent
    • αυτόματα
      automatically
    • η κλίμακα
      the scale
    • το βενζινάδικο
      the petrol station
    • ο πωλητής
      the seller, salesperson
    • η διάνοια
      the genius, intellect
    • βολεύω
      I work for, am convenient for
    • ο κυνηγός
      the hunter
    • η εγκατάσταση
      the installation, set-up
    • μόνιμος
      permanent
    • το όφελος
      the sake, benefit
    • το περιθώριο
      the margin, leeway
    • αυθεντικός
      authentic, genuine
    • το μπαλκόνι
      the balcony
    • η σωτηρία
      the salvation
    • το εξάμηνο
      the semester
    • ο ιστός
      the web
    • η συνομιλία
      the discourse, conversation
    • οι μπούρδες
      the nonsense
    • το κούρεμα
      the haircut
    • εμπλέκομαι
      I get involved in
    • νυκτερινός
      night-time, overnight
    • η αλεπού
      the fox
    • το πηγάδι
      the well
    • ο καρχαρίας
      the shark
    • συνοδεύω
      I accompany, escort
    • το τζαμί
      the mosque
    • ο Θεσσαλονικιός
      the Thessalonikian
    • χαλασμένος
      broken; spoilt (food)
    • η βιτρίνα
      the showcase; shopfront
    • η στεριά
      the dry land
    • το αεροσκάφος
      the aircraft
    • κρέμομαι
      I dangle, hang down
    • το ρόπαλο
      the club, bat, truncheon
    • η σελήνη
      the moon
    • η προοπτική
      the prospect; the perspective (artistic)
    • το μέταλλο
      the metal
    • τα δημητριακά
      the grain; breakfast cereal
    • φτηνά
      cheaply
    • το γκάζι
      the accelerator, gas pedal
    • πρωινός
      morning
    • η διαπραγμάτευση
      the negotiation
    • η Βρετανία
      Britain
    • φοβίζω
      I scare, frighten
    • ο χριστιανός
      the Christian
    • το αρνί
      the lamb
    • κατοικώ
      I inhabit, reside
    • ο νησιώτης
      the islander
    • το κλίμα
      the climate; vibe, ambiance
    • συμπεριλαμβανομένου
      including
    • η χημεία
      the chemistry
    • ανήσυχος
      worried, concerned
    • η δέσμευση
      the commitment
    • το ηλιοβασίλεμα
      the sunset, nightfall
    • το θέλημα
      the chore, errand; will, volition
    • το καρύδι
      the walnut
    • το τζάμι
      the windowpane; awesome!
    • η μήτρα
      the womb; mould
    • η ψηφοφορία
      the voting, polling
    • η τραπεζαρία
      the dining room; dining table
    • κλεμμένος
      stolen
    • η αποζημίωση
      the compensation; reparation
    • κατανοώ
      I understand, comprehend
    • η ρόμπα
      the robe, gown
    • δυναμικός
      dynamic; driven; feisty, assertive
    • ο ποταμός
      the river
    • ευθύνομαι
      I am responsible for, am guilty of
    • ο Άγγλος
      the English person
    • αγχωμένος
      stressed, nervous
    • ανάβω
      I switch on, turn on, ignite
    • το καθάρισμα
      the cleaning
    • η γρίπη
      the flu, influenza
    • το βαρέλι
      the barrel, keg
    • η εξέγερση
      the riot, revolt, uprising
    • λαμπρός
      bright, luminous, glowing; glamorous
    • απελπισμένος
      despairing, despondent; desperate
    • το πυροτέχνημα
      the firework
    • το κύπελλο
      the cup, goblet
    • η προσγείωση
      the landing, touchdown
    • οι σπουδές
      the studies
    • προσποιούμαι
      I pretend
    • στήνω
      I set up, put up
    • ελαφρύς
      light, lightweight; slight
    • η φιλοσοφία
      the philosophy
    • το κουνέλι
      the rabbit
    • πνίγομαι
      I drown; choke
    • η κατοικία
      the residence; domicile
    • γιατρεύω
      I cure, heal
    • ανώτερος
      superior, senior
    • το εγγόνι
      the grandchild
    • το κτήμα
      the estate, large property
    • ο πειρασμός
      the temptation
    • εγωιστής
      selfish
    • ο υπνάκος
      the nap, snooze
    • η λαβή
      the handle, grip
    • η αυτοάμυνα
      the self-defense
    • η πανοπλία
      the armour
    • το μακιγιάζ
      the make-up
    • κλασικός
      classic, classical
    • απεγνωσμένα
      hopelessly, desparately
    • διευθύνω
      I conduct; manage, run
    • η πρωτοβουλία
      the initiative
    • η προσδοκία
      the expectation
    • η βρώμα
      the dirtiness, filth; bad smell
    • η ανωμαλία
      the anomaly; irregularity
    • απολογούμαι
      I apologise
    • πικρός
      bitter
    • ο ζήλος
      the zeal, eagerness
    • η καραμέλα
      the sweet, candy
    • ευγενής
      well-mannered, courteous; noble, aristocratic
    • η διαμάχη
      the dispute
    • η ορχήστρα
      the orchestra
    • το περπάτημα
      the walking
    • ειρηνικά
      peacefully
    • ασήμαντος
      insignificant, unimportant
    • η Ελβετία
      Switzerland
    • θεωρητικά
      theoretically
    • θετικά
      positively
    • παρατηρώ
      I observe, notice
    • δηλώνω
      I declare
    • υφίσταμαι
      I undergo; incur; exist
    • το δημαρχείο
      the town hall
    • άκρως
      highly, extremely
    • μοναχικός
      lonely
    • δυστυχισμένος
      disconsolate, desolate
    • η φαντασίωση
      the fantasy
    • λυπημένος
      sad, sorrowful
    • αντικαθιστώ
      I replace, substitute
    • το μαγιό
      the swimsuit, swimming trunks
    • το ψαλίδι
      the scissors
    • ουρλιάζω
      I scream, howl
    • ο ενθουσιασμός
      the excitement; enthusiasm
    • το μελάνι
      the ink
    • η ατυχία
      the setback; tough luck!
    • η ανάπαυση
      the rest, repose
    • ο Ιούνιος
      June
    • διαρκώ
      I last, last for
    • μυστήριος
      mysterious
    • πολύπλοκος
      complicated, complex
    • ο ανιψιός
      the nephew
    • ο σκλάβος
      the slave
    • αντιπροσωπεύω
      I represent, embody
    • η αποικία
      the colony
    • διπλανός
      adjacent, adjoining
    • η διαφωνία
      the argument, quibble
    • το φιλοδώρημα
      the tip, gratuity
    • ο οπαδός
      the fan, follower
    • αντίστοιχος
      equivalent; respective, corresponding
    • άνετος
      comfortable, cosy; easy
    • το χοιρινό
      the pork
    • ο άγιος
      the saint
    • η ετυμηγορία
      the verdict
    • η πειθαρχία
      the discipline
    • διαφέρω
      I differ
    • το εμπόρευμα
      the goods, merchandise
    • ο Ιάπωνας
      the Japanese person
    • χαρακτηριστικός
      characteristic, typical
    • το πήδημα
      the jump, leap
    • ο πύργος
      the tower
    • αυστηρά
      strictly; severely
    • η εγκυμοσύνη
      the pregnancy
    • διεθνής
      international
    • προσθέτω
      I add
    • το θηρίο
      the hulk, beast
    • χειροτερεύω
      I get worse
    • επιβεβαιώνω
      I confirm, certify
    • το κλάμα
      the crying, weeping
    • μεσογειακός
      Mediterranean
    • μαγειρεύω
      I cook
    • το λεμόνι
      the lemon
    • ο αγρότης
      the farmer
    • η παρηγοριά
      the consolation, comfort
    • το ενδεχόμενο
      the possibility, eventuality
    • η μύγα
      the fly
    • το αδίκημα
      the misdeed, offence
    • συνεπώς
      thus, hence
    • η γέννηση
      the birth
    • η περούκα
      the wig
    • η αράχνη
      the spider
    • η κραυγή
      the scream, yell
    • ο πνεύμονας
      the lung
    • η ψευδαίσθηση
      the illusion
    • η πυρκαγιά
      the blaze, wildfire
    • δεμένος
      tied, bound
    • το ινστιτούτο
      the institute
    • το ατσάλι
      the steel
    • φωτογραφικός
      photographic
    • η μπανάνα
      the banana
    • αποκλειστικός
      sole, exclusive
    • χαλαρωτικός
      relaxing
    • επισκέπτομαι
      I visit
    • ο Κινέζος
      the Chinese person
    • παράγω
      I produce, generate
    • η προφητεία
      the prophecy
    • η απόλαυση
      the enjoyment
    • η αναστάτωση
      the uproar, commotion; upheaval, disarray
    • η ψήφος
      the vote
    • σπαταλάω
      I waste
    • συμμετέχω
      I participate, take part
    • ο κουβάς
      the bucket
    • μυστηριώδης
      mystifying; mysterious
    • η προετοιμασία
      the preparation
    • η ικανοποίηση
      the satisfaction
    • η γέννα
      the childbirth, delivery
    • υπόγειος
      underground
    • ανίκανος
      incompetent, incapable
    • επαγγελματικά
      professionally
    • φιλόξενος
      hospitable, welcoming
    • ο κρατούμενος
      the prisoner
    • το κιβώτιο
      the crate
    • το γιλέκο
      the waistcoat; gilet
    • υπενθυμίζω
      I remind
    • ο επιστάτης
      the janitor, caretaker
    • άσχετος
      irrelevant, unrelated
    • το ύφασμα
      the fabric, textile
    • η χειρονομία
      the gesture
    • ο οικτός
      the compassion, pity
    • το μανιτάρι
      the mushroom
    • καθοδόν
      on the way, en route
    • η κωμωδία
      the comedy
    • ο διακόπτης
      the switch
    • το μυθιστόρημα
      the novel
    • η χελώνα
      the turtle
    • ο επαναστάτης
      the rebel; revolutionary
    • η εγγονή
      the granddaughter
    • η κουλτούρα
      the culture
    • ο περίπατος
      the stroll
    • η αντίληψη
      the perception; concept; understanding
    • η σκούπα
      the broom; vacuum cleaner
    • κουφός
      deaf
    • η συμπόνια
      the sympathy, compassion
    • μεθαύριο
      the day after tomorrow
    • ο κινητήρας
      the motor
    • χαρούμενα
      happily, cheerfully
    • ο φωτογράφος
      the photographer
    • η όραση
      the eyesight
    • αναφέρομαι
      I refer to
    • απογοητευμένος
      frustrated; disappointed
    • η έδρα
      the head office, headquarters
    • η αγένεια
      the rudeness
    • δυσάρεστος
      unpleasant
    • το σινιάλο
      the signal
    • ο εθελοντής
      the volunteer
    • η διασταύρωση
      the junction, intersection
    • άδικα
      unfairly, wrongly
    • η γουλιά
      the sip; mouthful
    • η πολυτέλεια
      the luxury
    • το κουτάβι
      the puppy
    • η διάλεξη
      the lecture
    • ευχάριστα
      pleasantly
    • η Βραζιλία
      Brazil
    • η μανία
      the fury; mania
    • το φανάρι
      the traffic light; lantern, torch
    • διώκω
      I persecute; prosecute
    • το αναψυκτικό
      the soft drink
    • η έπαυλη
      the mansion, villa
    • η ρουτίνα
      the routine
    • βίαιος
      violent, abusive
    • το κλείσιμο
      the closure, closing
    • το βασανιστήριο
      the torture
    • το λογισμικό
      the software
    • η μέτρηση
      the measurement
    • ωφελώ
      I benefit
    • το κείμενο
      the text
    • αυξάνομαι
      I increase, rise
    • η πρόνοια
      the welfare
    • το νεφρό
      the kidney
    • η Μεσόγειος
      the Mediterranean
    • μούσκεμα
      soaking, soaked
    • παρανοϊκός
      paranoid
    • απότομα
      abruptly
    • αγνός
      chaste, virgin
    • η παράκαμψη
      the detour; circumvention
    • το ανέκδοτο
      the anecdote, amusing story
    • ο Οκτώβριος
      October
    • ο συνοδός
      the companion, minder; escort
    • απαράδεκτος
      unacceptable; disgraceful, outrageous
    • το λουκάνικο
      the sausage
    • η απελευθέρωση
      the liberation, release; deregulation
    • η κούνια
      the crib, cradle
    • διαφεύγω
      I evade
    • ο δορυφόρος
      the satellite
    • η σήμανση
      the signage; signalling
    • η γραφή
      the writing
    • χώρια
      individually, separarately
    • η φάλαινα
      the whale
    • το καπάκι
      the lid, cap
    • το σαγόνι
      the jaw
    • η ξενάγηση
      the guided tour
    • η σύσταση
      the recommendation, referral
    • ο ελέφαντας
      the elephant
    • η έλξη
      the attraction
    • το παρατσούκλι
      the nickname
    • η γαρίδα
      the prawn, shrimp
    • το πανηγύρι
      the village fair; feast day
    • το σκουλαρίκι
      the earring
    • ηλεκτρονικός
      electronic
    • ο τραγουδιστής
      the singer
    • η προθεσμία
      the deadline
    • το προφυλακτικό
      the condom
    • η πάνα
      the nappy, diaper
    • θανατηφόρος
      deadly, lethal
    • λήγω
      I expire, lapse; conclude, draw to a close
    • γενναιόδωρος
      generous
    • η άρνηση
      the denial, refusal
    • ντροπιαστικός
      shameful, embarassing
    • το κομπλιμέντο
      the compliment
    • η αστραπή
      the lightning
    • το άθλημα
      the sport
    • το ασήμι
      the silver
    • η παρενόχληση
      the harassment
    • η νοημοσύνη
      the intelligence, intellect
    • αντιλαμβάνομαι
      I perceive; grasp, catch on
    • διαλύω
      I dissolve; smash up, tear apart
    • η δωρεά
      the donation
    • τα υπολείμματα
      the remains of; scrap
    • μόνιμα
      permanently
    • προλαμβάνω
      I preempt, anticipate; prevent
    • μέγιστος
      maximum
    • εντατικός
      intensive
    • το άγγιγμα
      the touch, touching
    • η άφιξη
      the arrival
    • το πλαίσιο
      the framework; frame
    • κολλημένος
      glued; stuck
    • το βαγόνι
      the railway carriage
    • ο κολλητός
      the best friend, buddy
    • σοφός
      wise
    • ο κανονισμός
      the regulation, rule
    • η επέμβαση
      the interference, meddling; surgery, operation
    • συνεργάζομαι
      I collaborate, cooperate
    • το αγρόκτημα
      the farm
    • μακρινός
      faraway, distant
    • ο ομοφυλόφιλος
      the homosexual
    • αποτελεσματικός
      effective, efficient; fruitful
    • σκόπιμα
      intentionally, deliberately
    • αρνητικά
      negatively
    • μαλακά
      softly
    • παγώνω
      I freeze
    • μολύνω
      I infect, contaminate
    • ο Αύγουστος
      August
    • ο σύνδεσμος
      the association; link (internet); conjunction (grammar)
    • απολύω
      I fire, sack
    • η αγέλη
      the pack of animals
    • ο αυτοκινητόδρομος
      the motorway, highway
    • προετοιμασμένος
      prepared, well-prepared
    • υποτιμώ
      I underestimate; understate
    • η ψυχιατρική
      the psychiatry
    • το βιολί
      the violin
    • ο μάγειρας
      the cook
    • η προβολή
      the screening, projection; prominence, exposure
    • ο αντίπαλος
      the opponent; rival
    • ο ληστής
      the robber; bandit
    • ευπρόσδεκτος
      appreciated, well-received
    • η αγγελία
      the ad, listing
    • η ενεργοποίηση
      the activation
    • το περιεχόμενο
      the content
    • τρομακτικά
      frighteningly, horrifyingly
    • η εκκένωση
      the evacuation
    • μαγνητικός
      magnetic
    • ο πύραυλος
      the rocket, missile
    • η ειδοποίηση
      the notification, alert
    • η γούνα
      the fur
    • ανώμαλος
      irregular; bumpy, rough; anomalous
    • τα πλούτη
      the riches, wealth
    • τα νιάτα
      the youth, youthfulness
    • το κίνημα
      the movement (politics, arts)
    • η Κωνσταντινούπολη
      Istanbul
    • αδιάκριτος
      nosy, intrusive
    • μωβ
      purple
    • η εξυπνάδα
      the brightness, intelligence; wittiness
    • το πρακτορείο
      the agency
    • η συναλλαγή
      the transaction; trading
    • θείος
      divine
    • η πλατφόρμα
      the platform
    • η κεφαλή
      the head (of object)
    • γερός
      robust, solid
    • ο ποιητής
      the poet
    • το εύσημο
      the credit, recognition
    • ο Απρίλιος
      April
    • η θερμότητα
      the heat
    • η βελτίωση
      the improvement, enhancement
    • πληγωμένος
      wounded, hurt
    • απαλός
      soft, mellow; muted, pale
    • η σανίδα
      the board, plank
    • τα συντρίμμια
      the debris, rubble
    • τίμιος
      upstanding, decent
    • ο ιδρώτας
      the sweat
    • μορφωμένος
      educated
    • η πεταλούδα
      the butterfly
    • απορρίπτω
      I reject
    • μεταφορικός
      metaphorical, figurative
    • εξωφρενικός
      outrageous; exorbitant
    • ο λάκκος
      the hole in the ground
    • η βίλα
      the villa
    • παριστάνω
      I fake it, pretend to
    • η Ιρλανδία
      Ireland
    • ολομόναχος
      on your own, all alone
    • το δέσιμο
      the rapport, attachment; tying up
    • μεταλλικός
      metal, metallic
    • ο Δεκέμβριος
      December
    • η έκταση
      the extent; expanse
    • φυλακισμένος
      imprisoned
    • ολοκληρωτικά
      wholly; heart and soul
    • η ψυχολογία
      the psychology
    • το φρένο
      the brake
    • εκπληκτικά
      amazingly, spectacularly
    • η κάπα
      the cape
    • επιτυγχάνω
      I achieve
    • το μαντήλι
      the handkerchief
    • ο πανικός
      the panic
    • ο μανιακός
      the maniac, lunatic
    • ο Μάρτιος
      March
    • το εμβόλιο
      the vaccine
    • ο φρουρός
      the guard
    • η διαθεσιμότητα
      the availability
    • ο ψυχολόγος
      the psychologist
    • μπλοκάρω
      I block, obstruct
    • ηλιακός
      solar
    • η κηδεμονία
      the guardianship, custody
    • η ίνα
      the fibre
    • η σήραγγα
      the tunnel
    • εξελίσσομαι
      I evolve
    • η ρόδα
      the wheel
    • εθελοντικά
      voluntarily
    • εξαρχής
      all along
    • ο χειρουργός
      the surgeon
    • ο χαρτοφύλακας
      the briefcase
    • ιδρύω
      I establish, found
    • τα κινέζικα
      Chinese (language)
    • ο κινηματογράφος
      the cinema
    • η υγρασία
      the humidity, damp, moisture
    • ο ξενώνας
      the hostel, guesthouse; guestroom
    • ο Νοέμβριος
      November
    • η αξιολόγηση
      the assessment, evaluation
    • έξοχα
      splendidly, superbly
    • η φιλοξενία
      the hospitality
    • η ομοσπονδία
      the federation
    • ο κάδος
      the bin, skip; vat
    • η φρίκη
      the horror; fright; aversion
    • η διέξοδος
      the outlet; recourse
    • αντίστροφος
      reverse, inverse
    • βουλώνω
      I plug; clog up
    • λιποθυμώ
      I faint, pass out
    • υπονοώ
      I imply, insinuate
    • προχθές
      the day before yesterday
    • ενδεχομένως
      maybe, probably
    • η ώθηση
      the impetus; impulse
    • ο Βρετανός
      the British person
    • το συστατικό
      the ingredient; component
    • τα πατατάκια
      the crisps, potato chips
    • το φρικιό
      the freak, creep
    • το στέλεχος
      the executive; stalk, stem
    • η διαμονή
      the residency; stay, visit
    • καθημερινός
      everyday, daily
    • μείον
      minus
    • καταπίνω
      I swallow
    • η απογείωση
      the takeoff, liftoff
    • πεινασμένος
      hungry
    • αποτυχημένος
      unsuccessful, failed
    • φρικτά
      dreadfully, horrendously
    • ο εκπρόσωπος
      the representative, spokesperson
    • άξιος
      worthy, rightful
    • τινάζω
      I flick; shake off
    • σκύβω
      I bend down, lean over
    • η κακοποίηση
      the maltreatment, abuse
    • αόρατος
      invisible
    • η κόρα
      the crust
    • το τέχνασμα
      the ruse, ploy
    • διψάω
      I am thirsty
    • το δρομάκι
      the alleyway, lane
    • το γεράκι
      the hawk, falcon
    • ντροπαλός
      shy, timid
    • ιδίως
      notably
    • εγκρίνω
      I approve, endorse, authorize
    • ο λογιστής
      the accountant
    • ενεργοποιώ
      I activate; energize
    • η απαγόρευση
      the ban, prohibition
    • νηφάλιος
      sober
    • η Αίγυπτος
      Egypt
    • το φύλο
      the sex, gender
    • σιωπηλός
      silent
    • η κατσίκα
      the goat
    • τα μπάζα
      the rubble; haul
    • ιταλικός
      Italian
    • το φτυάρι
      the spade, shovel
    • η λεμονάδα
      the lemonade
    • υποδεικνύω
      I show, point to, indicate
    • προηγούμαι
      I precede, come before; have priority
    • δροσερός
      cool, crisp, brisk
    • το φαράγγι
      the canyon, gorge
    • το εγχειρίδιο
      the manual, handbook
    • το σύνθημα
      the slogan, catchphrase; code word
    • το ψάξιμο
      the search, looking
    • αναπόφευκτος
      inevitable, unavoidable
    • η ταμπέλα
      the signboard, placard
    • καρφώνω
      I nail down, hammer in; snitch
    • ο μυς
      the muscle
    • ελευθερώνω
      I set free, liberate
    • ο τζόγος
      the gambling
    • ο στάβλος
      the stable, stall
    • το δίχτυ
      the net
    • η διαφθορά
      the corruption
    • η ρίζα
      the root
    • το επίθετο
      the adjective; surname
    • ο ατζέντης
      the agent
    • αρπάζω
      I grab, seize
    • το υπνοδωμάτιο
      the bedroom
    • απομακρύνω
      I alienate; move (something) away; evacuate; weed out
    • πέμπτος
      fifth
    • η μαρμελάδα
      the jam, marmalade
    • το τσίλι
      the chilli
    • αντιστέκομαι
      I resist
    • η θύελλα
      the gale, windstorm
    • αφοσιωμένος
      devoted, committed
    • ο σπόρος
      the seed
    • η ποικιλία
      the variety
    • αξιαγάπητος
      endearing, adorable
    • οδυνηρός
      hurtful; poignant
    • η σάρωση
      the scan, scanning
    • το καθαριστήριο
      the dry cleaner, laundry service
    • η ατζέντα
      diary, agenda
    • ο μαχητής
      the fighter
    • η δίψα
      the thirst
    • ψυχικός
      mental, psychic
    • η διαίσθηση
      the intuition, perceptiveness
    • η απληστία
      the avarice, greed
    • η έκτρωση
      the abortion
    • ο μώλωπας
      the bruise
    • ανέκαθεν
      all along
    • η ερμηνεία
      the interpretation; performance
    • τα εγκαίνια
      the inauguration, opening
    • κουνάω
      I shake; wag, flap
    • η κατάρρευση
      the collapse; meltdown
    • το σακίδιο
      the backpack
    • συνεχής
      continuous, constant
    • ανέχομαι
      I tolerate, put up with
    • το σκότος
      the darkness, dark
    • ανταποκρίνομαι
      I react, respond
    • η φιλοδοξία
      the ambition
    • φαρμακευτικός
      pharmaceutical
    • η λεκάνη
      the toilet; tub
    • μεσαίος
      intermediate, middle
    • η αποτοξίνωση
      the detox, detoxification
    • απεχθάνομαι
      I despise, detest
    • παρομοίως
      likewise
    • αξιολύπητος
      pitiable, pathetic
    • το επιχείρημα
      the reasoning, argument
    • η φινέτσα
      the sophistication, refinement
    • ανεξάρτητος
      independent; freelance
    • η βούληση
      the will, volition
    • υπολογίζω
      I calculate
    • ο αετός
      the eagle
    • η ζήλια
      the jealousy, envy
    • η υποψηφιότητα
      the candidacy
    • έκτος
      sixth
    • το μπαλέτο
      the ballet
    • ο θάμνος
      the bush
    • το προβάδισμα
      the head start; precedence
    • το κατοικίδιο
      the pet
    • η ακολουθία
      the entourage; sequence, series
    • η περιφέρεια
      the periphery; girth
    • η ομελέτα
      the omlet
    • η απογοήτευση
      the frustration; disappointment
    • ο ανταγωνισμός
      the competition, rivalry
    • η ανακωχή
      the truce
    • τα λατινικά
      Latin (language)
    • καθιστώ
      I render, make
    • ο έφηβος
      the teenager
    • η προβλήτα
      the jetty, pier
    • η επιδημία
      the epidemic
    • η διακόσμηση
      the decor; embellishment
    • η κλίση
      the aptitude, vocation; incline, gradient; bias; conjugation, declension
    • το κεκάκι
      the cupcake, small cake
    • η φιλανθρωπία
      the charity, philanthropy
    • παγιδευμένος
      trapped
    • χαμηλώνω
      I lower; turn down; dim
    • το ρητό
      the saying, maxim
    • το κολάρο
      the collar
    • ο ζωγράφος
      the painter
    • η πείρα
      the experience
    • μαζικός
      mass
    • αλλόκοτος
      odd, weird
    • αμφισβητώ
      Ι query, question; dispute, challenge
    • το κατώφλι
      the doorstep, threshold
    • η κλωτσιά
      the kick
    • η επιθεώρηση
      the inspection, survey
    • κοντεύω
      I draw near, am on the brink of
    • ο μηχανισμός
      the mechanism
    • η μελωδία
      the tune, melody
    • αυστηρός
      strict; severe
    • το έγκαυμα
      the burn, sunburn
    • μαχαιρώνω
      I stab
    • εξωτερικά
      externally, on the outside
    • γυρεύω
      I search for
    • ο ορίζοντας
      the horizon
    • το μανίκι
      the sleeve
    • ταραγμένος
      agitated, upset
    • πεισματάρης
      stubborn
    • το κρησφύγετο
      the lair, den
    • ο πληθυσμός
      the population
    • συμβουλεύω
      I advise
    • η ομπρέλα
      the umbrella
    • τα λαθραία
      the contraband, smuggled goods
    • το κάμπινγκ
      the camping; campsite
    • ειρωνικός
      sarcastic, ironic
    • κατεβάζω
      I take down; download; gulp down
    • η ηγεσία
      the leadership
    • η παύση
      the pause
    • το πορτοκάλι
      the orange
    • το τοπίο
      the landscape, scenery
    • ο γκρεμός
      the cliff, crag
    • η έφεση
      the aptitude, flair
    • ξαφνικός
      sudden
    • η ετικέτα
      the label, tag
    • το Πάσχα
      Easter
    • η καμπάνα
      the bell, church bell
    • ειρηνικός
      peaceful
    • η σκοπιά
      the angle, standpoint
    • κατέχω
      I own, possess
    • τα ερείπια
      the ruins
    • η γενετική
      the genetics
    • η μάντρα
      the yard; mantra
    • πέραν
      beyond
    • βλάπτω
      I harm
    • ασημένιος
      silver
    • το τελετουργικό
      the ritual
    • το υπόστεγο
      the shed
    • το σφηνάκι
      the shot (of alcohol)
    • άβολος
      awkward, uncomfortable
    • ο εγγονός
      the grandson
    • εξυπηρετώ
      I serve, wait on
    • ερευνώ
      I investigate
    • η καμαριέρα
      the maid, housekeeper
    • η εξουσιοδότηση
      the authorization
    • βασανίζω
      I torture
    • ψυχολογικά
      psychologically
    • το σύρμα
      the wire
    • η μείωση
      the decrease
    • η κουκούλα
      the hood
    • η επανάληψη
      the repetition, recurrence
    • η Ασία
      Asia
    • παρότι
      although
    • ξαπλωμένος
      lying down, reclining
    • η καθοδήγηση
      the guidance
    • τρέμω
      I tremble; dread
    • πανεύκολος
      very easy
    • το μούσι
      the beard
    • ενεργός
      operative, active
    • αποσύρω
      I withdraw (something)
    • κοινωνικά
      socially
    • ντόπιος
      native, local
    • η κρουαζιέρα
      the cruise
    • η απαγωγή
      the abduction, kidnapping
    • η χρηματοδότηση
      the financing, funding
    • το κέρατο
      the horn
    • επιθετικός
      aggressive
    • η υπερωρία
      the overtime
    • ο Μάιος
      May
    • ασταθής
      unstable, precarious
    • ο επενδυτής
      the investor
    • η Σκωτία
      Scotland
    • το σπάσιμο
      the break, breakage
    • τυπικός
      typical
    • το σίδερο
      the clothes iron
    • εφικτός
      feasible, viable
    • θάβω
      I bury
    • το στιλέτο
      the dagger
    • το χαρτονόμισμα
      the banknote
    • ο σεισμός
      the earthquake, tremor
    • ανησυχητικός
      worrying, disconcerting
    • συγκινητικός
      touching, moving
    • έντιμος
      honourable, honest
    • η παροχή
      the provision
    • ειδάλλως
      alternatively
    • παλαβός
      crazy
    • αποφασισμένος
      determined, resolved
    • προκύπτω
      I result from; occur, come up
    • το ταίρι
      the mate, partner
    • η αντλία
      the pump
    • η πλειοψηφία
      the majority
    • η αναχώρηση
      the farewell, departure; checkout
    • έγκαιρα
      on time
    • η άνεση
      the comfort, ease
    • ο συνέταιρος
      the business partner
    • ντύνομαι
      I get dressed
    • η φόρμουλα
      the formula
    • ευτυχισμένα
      joyously, happily
    • η βασιλεία
      the reign
    • το κουτάλι
      the spoon
    • το ντοκιμαντέρ
      the documentary
    • χθεσινός
      yesterday's
    • η επεξεργασία
      the processing
    • η αποφοίτηση
      the graduation
    • ο τυφώνας
      the hurricane, typhoon
    • ο αρραβώνας
      the engagement
    • η παράνοια
      the paranoia
    • το ηφαίστειο
      the volcano
    • ο περιορισμός
      the limitation, restriction; confinement
    • το σεμινάριο
      the seminar, workshop
    • ξεγελώ
      I trick, dupe
    • το τακούνι
      the heel (of shoe)
    • ο υπολογισμός
      the calculation
    • το ορφανό
      the orphan
    • το γράψιμο
      the writing
    • η σπίθα
      the spark
    • η υιοθεσία
      the adoption
    • ο συγκάτοικος
      the flatmate
    • ψιθυρίζω
      I whisper
    • η απόγνωση
      the despair
    • προβλέπω
      I predict, foresee
    • η ανάγνωση
      the reading
    • η ανάμειξη
      the blending, mixing; meddling
    • δένω
      I tie, bind
    • περιστασιακά
      occasionally
    • ανόητα
      stupidly
    • στεναχωριέμαι
      I get upset, get worried
    • μετακινούμαι
      I budge, shift
    • το θραύσμα
      the fragment, shard
    • το νομοσχέδιο
      the legislative bill
    • η ομοιότητα
      the similarity, resemblance
    • η τρομοκρατία
      the terrorism
    • το περιστέρι
      the pigeon, dove
    • η ακεραιότητα
      the integrity
    • τριγυρνώ
      I wander around
    • ονομάζω
      I name, title
    • μετατρέπω
      I convert
    • το φυλλάδιο
      the leaflet, flyer
    • τα προάστια
      the suburbs
    • σερβίρω
      I serve, wait on
    • αγκαλιάζω
      I embrace, hug
    • πεπεισμένος
      convinced
    • τιμωρούμαι
      I am punished, penalised
    • η παρέμβαση
      the interference; intervention
    • παρθένος
      virgin
    • η Πολωνία
      Poland
    • η ορμονή
      the hormone
    • το αλεξίπτωτο
      the parachute
    • η Βενετία
      Venice
    • το μαρτύριο
      the ordeal; torment; martyrdom
    • η καλόγρια
      the nun
    • το μπαλόνι
      the balloon
    • το μεγαλείο
      the grandeur, splendour
    • μηχανικός
      mechanical
    • η προσαρμογή
      the adjustment, adaptation; customisation
    • ψυχρός
      cold, frigid, unfriendly
    • μιάμιση
      one and a half
    • το πρωτοσέλιδο
      the front-page, headline
    • φρικάρω
      I freak out
    • δανείζομαι
      I borrow
    • ο ξάδελφος
      the cousin
    • μελετάω
      I study
    • συνιστώ
      I recommend; consist of, comprise; appear as if
    • η αφίσα
      the poster
    • προσγειώνομαι
      I land, touch down
    • τεχνητός
      artifical, man-made
    • η χειραψία
      the handshake
    • ο κεραυνός
      the thunderbolt, lightning
    • άψογα
      flawlessly, impeccably
    • ο χωρισμός
      the break-up; division
    • το κάλεσμα
      the animal call; religious calling
    • αναμένω
      I wait for; expect
    • ξεσπάω
      I vent, erupt; break out
    • πεθαμένος
      deceased
    • ο πλούτος
      the richness, wealth
    • η ζωγραφιά
      the picture, doodle
    • ο οδοντίατρος
      the dentist
    • ο ερευνητής
      the researcher; detective
    • τα ψίχουλα
      the crumbs; peanuts, chicken feed
    • το τσιμέντο
      the cement
    • αποτελούμαι
      I consist of, am comprised of
    • ο παλμός
      the heartbeat, pulse
    • τα ζάρια
      the dice
    • αρρωστημένος
      messed-up, sick
    • η υποθήκη
      the mortgage
    • ο προϋπολογισμός
      the budget
    • παράλληλα
      in parallel, parallel to
    • το παράσιτο
      the parasite
    • ο θεατής
      the spectator
    • το μπλουζάκι
      the T-shirt
    • επανέρχομαι
      I come back to do (something)
    • η εγγραφή
      the registration, sign-up; recording
    • το αχούρι
      the pigsty, dump
    • η διαχείριση
      the management, running
    • η καταγωγή
      the ancestry, lineage
    • ακουστικός
      acoustic, auditory
    • η απορία
      the question; destitution
    • η βουτιά
      the dive, plunge
    • η πορνεία
      the prostitution
    • η επιμέλεια
      the diligence, thoroughness
    • τεχνικός
      technical
    • οπλισμένος
      armed
    • η συντριβή
      the devastation, extreme grief; heavy defeat
    • ο κουμπάρος
      the best man
    • εκφράζω
      I express, convey
    • ζωγραφίζω
      I paint (a picture), draw
    • ξεκουμπώνω
      I unbutton, unfasten
    • η αρένα
      the arena
    • η μαγειρική
      the cooking, cookery
    • το σκίτσο
      the sketch, rough outline
    • ο προστάτης
      the protector, guardian
    • υποψιάζομαι
      I suspect
    • η ανεπάρκεια
      the insufficiency, inadequacy
    • μαστουρωμένος
      stoned, high
    • αλλεργικός
      allergic
    • τα κάγκελα
      the railing
    • το κουτσομπολιό
      the gossip
    • αρραβωνιασμένος
      engaged, betrothed
    • η μπάντα
      the band
    • η μάθηση
      the learning
    • το στέκι
      the hangout, informal bar
    • ο σβέρκος
      the nape, back of the neck
    • γεννημένος
      born
    • ο νεροχύτης
      the kitchen sink
    • η φαγούρα
      the itch, itching
    • ο στίχος
      the lyric; verse
    • τα συλλυπητήρια
      the condolences
    • μοντέρνος
      modern
    • το παζάρι
      the haggling; bazaar
    • διαπράττω
      I commit, perpetrate
    • προσβλητικός
      offensive
    • η γκρίνια
      the whining, moaning
    • επίμονα
      persistently, perseveringly
    • η αδικία
      the injustice, unfairness
    • η πρίζα
      the socket, power outlet
    • το μπικίνι
      the bikini
    • το μνημείο
      the monument
    • τραυματισμένος
      injured
    • κακόμοιρος
      luckless, unfortunate
    • το κρεμμύδι
      the onion
    • τα αγαθά
      the goods, merchandise
    • έξαλλος
      furious, livid
    • αγγλικός
      English
    • η ρεσεψιόν
      the reception, front desk
    • αλκοολικός
      alcoholic
    • η θητεία
      the stint, term of office
    • εγκληματικός
      criminal
    • λιώνω
      I melt
    • ξεμένω
      I run out of, run low on
    • η ηχογράφηση
      the sound recording
    • το απόθεμα
      the stock; hoard, stockpile
    • η λογοτεχνία
      the literature
    • διαθέτω
      I have, feature, boast
    • η αμηχανία
      the embarassment, awkwardness
    • το γκαζόν
      the lawn
    • η επισκευή
      the repair, fix
    • κομμένος
      cut, chopped
    • ξύλινος
      wooden
    • παύω
      I cease, desist
    • το ξέσπασμα
      the outburst, tirade; outbreak
    • η μπουκιά
      the morsel, bite to eat
    • πατρικός
      paternal, fatherly
    • το κάλυμμα
      the cover, covering
    • ενήμερος
      aware of, informed of
    • η ιεραρχία
      the hierarchy
    • εντυπωσιάζω
      I impress, make an impression on
    • το φερμουάρ
      the zip, zipper
    • το βάσανο
      the torment, tribulation
    • η κυριαρχία
      the domination, supremacy
    • ο ταχυδρόμος
      the postman
    • το παυσίπονο
      the painkiller
    • η φτώχεια
      the poverty
    • αφαιρώ
      I remove, subtract
    • εξήντα
      sixty
    • πολλαπλός
      multiple
    • εκδικούμαι
      I take revenge
    • οι παππούδες
      the grandparents
    • το μεθύσι
      the drunkenness
    • μπερδεύω
      I confuse
    • ρέω
      I flow
    • το γατάκι
      the kitten
    • πνευματικά
      spiritually
    • το γλέντι
      the revelry
    • η ειδικότητα
      the specialty; specialism
    • το μικρόβιο
      the germ
    • το επίκεντρο
      the epicentre; focus
    • ο εκδότης
      the publisher; editor
    • ζυγίζω
      I weigh, weigh up
    • ο Ιανουάριος
      January
    • εκθέτω
      I expose
    • η καρφίτσα
      the pin
    • μητρικός
      maternal, motherly
    • ο άστεγος
      the homeless person
    • αναμενόμενος
      expected, anticipated; unsurprising
    • η παρθενιά
      the virginity
    • η ζωγραφική
      the painting, drawing
    • ο αγοραστής
      the buyer, purchaser
    • κομψός
      elegant, stylish
    • ο αναπτήρας
      the lighter
    • η προτίμηση
      the preference
    • επιτυχημένος
      successful, accomplished
    • η σύμβαση
      the contract; convention, norm
    • εκατοστός
      hundredth
    • καστανός
      brunette, chestnut brown
    • η συντήρηση
      the maintenance, servicing
    • η Μαδρίτη
      Madrid
    • κοκκινομάλλης
      red-haired
    • το τσούρμο
      the bunch of people, crew
    • το εισόδημα
      the income, earnings
    • το μάγουλο
      the cheek
    • η αρμονία
      the harmony
    • ο ταύρος
      the bull
    • ο εργένης
      the bachelor
    • γλυκούλης
      cute
    • οι χαζομάρες
      the antics; nonsense
    • το πανί
      the rag, cloth; sail
    • ανώφελος
      gratuitous, needless
    • καταδικάζω
      I convict, sentence
    • το δέμα
      the parcel, package
    • χτίζω
      I build
    • το χειρουργείο
      the operating room; surgery, operation
    • ρουφάω
      I suck
    • το φιστίκι
      the peanut
    • φιλανθρωπικός
      philanthropic, charitable
    • η χούφτα
      the handful
    • το σοκάκι
      the back alley, back street
    • το μυρμήγκι
      the ant
    • η σκεπή
      the roof
    • υποθετικά
      hypothetically
    • η ακτινογραφία
      the x-ray
    • ο τροχός
      the wheel
    • ο αρουραίος
      the rat
    • η συνέλευση
      the assembly, congress
    • υπερασπίζομαι
      I defend
    • η Βιέννη
      Vienna
    • στοιχειωμένος
      haunted
    • εγωιστικός
      egotistical
    • δήθεν
      supposedly; so-called; pretentious
    • ο αγωγός
      the pipeline, pipe
    • καθολικός
      universal, all-encompassing; Catholic
    • μπερδεύομαι
      I get confused, get muddled
    • θεατρικός
      theatrical
    • χημικός
      chemical
    • το μοσχάρι
      the beef
    • γλιστράω
      I slip, slide; glide
    • διατεθειμένος
      willing, amenable
    • η εξυπηρέτηση
      the service (act of serving)
    • το τρίγωνο
      the triangle
    • το μπράτσο
      the upper arm
    • φυσάω
      I blow
    • το βότανο
      the herb
    • ο πυροσβέστης
      the firefighter
    • ανεπίσημα
      informally; unofficially
    • καθυστερημένος
      delayed, belated; retarded
    • το κέρμα
      the coin
    • η απόρριψη
      the rejection; disposal
    • τα απομεινάρια
      the leftovers, remains
    • τα γένια
      the stubble
    • σύγχρονος
      contemporary, modern
    • μάταια
      in vain
    • παραπέρα
      further on, beyond
    • γονατίζω
      I kneel
    • το ρήγμα
      the rift; geologic fault
    • ο Φεβρουάριος
      February
    • περιορισμένος
      limited, restricted; confined
    • το λουρί
      the strap; lead, leash
    • τα ακουστικά
      the headphones
    • το καρότσι
      the trolley
    • η Πρωτοχρονιά
      the New Year's Day
    • αντιδρώ
      I react
    • δραματικός
      dramatic
    • χιλιοστός
      thousandth
    • ο κληρονόμος
      the heir
    • το γιαούρτι
      the yoghurt
    • το πρότυπο
      the role model; standard, criterion
    • η συμπάθεια
      the fondness, affinity
    • παραπονιέμαι
      I complain, grumble
    • η ευημερία
      the well-being, welfare; prosperity
    • το αεράκι
      the breeze
    • διατηρώ
      I maintain, preserve
    • χαλαρός
      loose; casual; relaxed, nonchalant
    • θεραπεύομαι
      I heal, am cured
    • η βαλβίδα
      the valve
    • ο Ρωμαίος
      the Roman person
    • φιλικά
      amicably, in a friendly way
    • το πλέγμα
      the grid; mesh
    • το άκρο
      the end point, extremity; limb
    • η όχθη
      the bank, waterside
    • η φυγή
      the flight, escape
    • χαιρετάω
      I greet, say hello, wave at
    • αγχώνομαι
      I stress out, get anxious
    • φωτεινός
      luminous, bright
    • διοικητικός
      administrative
    • επικρατώ
      I dominate, prevail
    • συγχαίρω
      I congratulate
    • η μαριονέτα
      the puppet
    • δικαιούμαι
      I am entitled to, deserve
    • ψυχολογικός
      psychological
    • αποχαιρετάω
      I say goodbye
    • τσαντισμένος
      pissed off, riled
    • η δυναμική
      the dynamic; momentum
    • το πλύσιμο
      the bathing, washing
    • το συνδικάτο
      the union, syndicate
    • ακατάλληλος
      inappropriate, unsuitable
    • η ιππασία
      the horse riding
    • η αντίκα
      the antique
    • η έκσταση
      the ecstasy, rapture
    • τελειωμένος
      finished; done for, fucked
    • τσιμπάω
      I pinch; sting
    • η ζεστασιά
      the warmth, cosiness
    • οικείος
      homelike, familiar, intimate
    • το κάψιμο
      the burning; burn, sunburn
    • η αποκατάσταση
      the restoration; rehabilitation
    • ο καθαριστής
      the cleaner
    • η εφορία
      the tax office
    • η παράβαση
      the violation, breach
    • η ρήξη
      the rupture, rift, split
    • ο διαχειριστής
      the administrator, trustee
    • η τελειότητα
      the perfection
    • η πανσέληνος
      the full moon
    • ο επίδεσμος
      the bandage
    • η ισοπαλία
      the draw, tie, dead heat
    • πλάγια
      sideways, aslant
    • το κλαδί
      the branch, stick; sprig
    • το λεξικό
      the dictionary
    • ο σωτήρας
      the rescuer, saviour
    • η μιζέρια
      the misery
    • η μυστικότητα
      the secrecy
    • ανακοινώνω
      I announce
    • το πριόνι
      the saw, handsaw
    • σκίζω
      I tear, rip
    • το χρηματιστήριο
      the stock market, stock exchange
    • ασταμάτητα
      ceaselessly, non-stop, ad infinitum
    • η παλίρροια
      the tide
    • ο οργασμός
      the orgasm
    • μάταιος
      futile
    • το σκόρδο
      the garlic
    • η υπενθύμιση
      the reminder
    • η κλωστή
      the thread, strand
    • η ευαισθησία
      the sensitivity, sensibility
    • το μείγμα
      the mixture, blend
    • επιστημονικά
      scientifically
    • πραγματοποιώ
      I carry out, realise, make something happen
    • το σημειωματάριο
      the notebook, notepad
    • το λαχείο
      the lottery
    • η άγνοια
      the ignorance, unawareness
    • η γενναιοδωρία
      the generosity
    • η βίζα
      the visa
    • άνεργος
      unemployed
    • η μετάθεση
      the work transfer; military tour
    • το τρόπαιο
      the trophy
    • ταλαντούχος
      talented, gifted
    • αμοιβαία
      mutually, reciprocally
    • σκούρος
      dark-coloured
    • το μπαούλο
      the trunk, chest
    • το νήμα
      the yarn; forum thread; thread of a conversation
    • εχθρικός
      hostile
    • θέτω
      I pose (a question); put it (phrase in a certain way)
    • ο τεχνικός
      the technician
    • το καθιστικό
      the living room, lounge
    • ο συμβιβασμός
      the compromise
    • το χρονοδιάγραμμα
      the timetable
    • ανεβάζω
      I raise, elevate; upload
    • αθάνατος
      immortal
    • η χρέωση
      the charge, fee
    • αξιόπιστος
      reliable, trustworthy
    • η φυλάκιση
      the imprisonment
    • ο όμηρος
      the hostage
    • αποτρέπω
      I prevent; dissuade, discourage
    • η αλλεργία
      the allergy
    • η ανατροφή
      the upbringing; parenting
    • το μπιλιάρδο
      the pool, billiards
    • μικροσκοπικός
      miniature; miniscule
    • περιττός
      unnecessary, redundant
    • το λίτρο
      the litre
    • κοπανάω
      I bash, slam
    • κλειδώνω
      I lock, lock up
    • αναζητάω
      I seek, look for
    • ξεκολλάω
      I unstick; snap off; tear (somebody) away from
    • η θέρμανση
      the heating
    • η απελπισία
      the desperation, despair
    • ανώνυμος
      anonymous
    • φανταχτερός
      flashy, flamboyant
    • ο σχεδιασμός
      the design
    • το αριστούργημα
      the masterpiece
    • παρκάρω
      I park
    • το μαγείρεμα
      the cooking, cookery
    • πρόσφατος
      recent
    • παρεξηγώ
      I misunderstand
    • το διάγραμμα
      the diagram, chart
    • η προφύλαξη
      the precaution
    • η αντοχή
      the endurance, resilience, stamina
    • ξεριζώνω
      I uproot; weed out
    • το έθιμο
      the tradition
    • το γονίδιο
      the gene
    • πληρώνομαι
      I get paid
    • ο αθλητής
      the athlete, sportsman
    • ενθαρρύνω
      I encourage
    • ο αρχιτέκτονας
      the architect
    • τα στατιστικά
      the statistics
    • το αλεύρι
      the flour
    • ξεχωρίζω
      I stand out, stick out; single out; differentiate
    • η Σουηδία
      Sweden
    • το τούβλο
      the brick
    • ρυθμίζω
      I tune; regulate; configure; make arrangements
    • ιδιωτικά
      privately, in private
    • το χαντάκι
      the ditch
    • ο ερασιτέχνης
      the amateur
    • ανατινάζω
      I blow up
    • το βρακί
      the pants, knickers
    • εθισμένος
      addicted
    • τα αντίποινα
      the retaliation, reprisal
    • εκπαιδεύω
      I educate, train
    • το πηγούνι
      the chin
    • ο χασάπης
      the butcher
    • τακτικά
      neatly, tidily; regularly
    • ετήσιος
      annual, yearly
    • καλυτερεύω
      I improve; get well
    • ενώνω
      I connect, join together, unify
    • ζήτω
      long live, hooray for
    • ο αντικαταστάτης
      the replacement (person), stand-in
    • επικεντρώνομαι
      I focus on, concentrate on
    • δρω
      I act, take action
    • το ξημέρωμα
      the dawn
    • πανέξυπνος
      brilliant, ingenious
    • βρωμερός
      filthy, foul
    • φρόνιμα
      prudently, judiciously
    • η δωροδοκία
      the bribery
    • η εφεύρεση
      the invention
    • ο κομμουνιστής
      the communist
    • η μητριά
      the stepmother
    • επαναφέρω
      I bring back, revive
    • το εφόδιο
      the supply
    • καταδικασμένος
      doomed; condemned, convicted
    • η διαμαρτυρία
      the protest
    • η επιπλοκή
      the complication
    • ποντάρω
      I wager, back
    • ιδανικά
      ideally
    • η απόδοση
      the efficiency, yield; rendition
    • βιολογικός
      biological; organic
    • η επίβλεψη
      the supervision
    • εκπέμπω
      I emit, radiate
    • η κορδέλα
      the ribbon, headband
    • η επιγραφή
      the inscription, sign
    • η ασέβεια
      the disrespect, irreverence
    • σφιχτός
      tight, taut
    • ο βάτραχος
      the frog
    • το επώνυμο
      the surname
    • το φρύδι
      the eyebrow
    • το δάγκωμα
      the bite
    • η ταβέρνα
      the restaurant, taverna
    • ο εκβιασμός
      the blackmail, extortion
    • κυλάω
      I roll
    • η εφηβεία
      the adolescence
    • η αθωότητα
      the innocence
    • ο προφήτης
      the prophet
    • λιωμένος
      melted
    • διευκολύνω
      I facilitate
    • η σύνθεση
      the composition, makeup; synthesis
    • πάσχω
      I suffer from
    • η εστία
      the focal point, focus; hearth, fireplace
    • η αξιοπιστία
      the reliability; credibility
    • μεταφορικά
      metaphorically, figuratively
    • το βιβλιοπωλείο
      the bookshop
    • ατομικός
      individual, one-person; atomic
    • βρετανικός
      British
    • διακρίνω
      I distinguish; discern
    • ευλογημένος
      blessed
    • το πέπλο
      the veil
    • τοπικά
      locally
    • προσβάλλω
      I offend, insult
    • ο δημιουργός
      the creator
    • η οδοντόβουρτσα
      the toothbrush
    • η μόρφωση
      the learning, education
    • η βαφή
      the dye; dyeing
    • ο διαλογισμός
      the meditation
    • αλμυρός
      salty
    • τρυφερά
      affectionately, tenderly
    • ο χορτοφάγος
      the vegetarian
    • η εικασία
      the guess, conjecture
    • το σαμπουάν
      the shampoo
    • κουραστικός
      tiring, tedious
    • ο μετανάστης
      the migrant, immigrant
    • η μεταχείριση
      the handling, treatment
    • αιχμαλώτος
      captured, captive
    • απογοητευτικός
      frustrating; disappointing
    • άτυχος
      unlucky, unfortunate
    • η ανεξαρτησία
      the independence
    • τα θεμέλια
      the foundations
    • η αρετή
      the virtue, admirable trait
    • η αύρα
      the aura
    • η αποδοχή
      the acceptance; approval
    • ο συμμαθητής
      the schoolfriend, classmate
    • η απαίτηση
      the demand, requirement
    • η βεβαιότητα
      the certitude, inevitability
    • φλερτάρω
      I flirt
    • το νηπιαγωγείο
      the nursery school, kindergarten
    • οριστικά
      conclusively, for good
    • ξανθός
      blonde
    • μελλοντικός
      future
    • το λιβάδι
      the meadow
    • η μετάβαση
      the transition
    • ο Ιταλός
      the Italian person
    • προβληματίζω
      I preoccupy, bother
    • το γραμμάριο
      the gram
    • ραγίζω
      I crack
    • ασυνήθιστα
      unusually
    • παραβιάζω
      I violate
    • εξαπλώνομαι
      I spread, proliferate
    • η γρατζουνιά
      the scratch
    • το μαραφέτι
      the gadget, contraption
    • το καθεστώς
      the regime; establishment
    • ενίοτε
      sometimes, at times
    • η παλάμη
      the palm of the hand
    • μοναχός
      alone, all alone
    • κατατρομάζω
      I scare to death
    • η σοδειά
      the crop
    • ο εγωισμός
      the selfishness, egotism
    • το κόλπο
      the trick, stunt, ruse
    • το ανταλλακτικό
      the spare part, replacement
    • η βανίλια
      the vanilla
    • η αναταραχή
      the unrest, upheaval
    • το κομματάκι
      the bit, little piece
    • το σάλιο
      the spit, saliva
    • ξημερώνω
      I dawn
    • η πλοήγηση
      the navigation, piloting
    • η εξέδρα
      the stand, podium
    • γαλάζιος
      light blue
    • το πιρούνι
      the fork
    • η επέκταση
      the expansion; extension
    • η φλυαρία
      the gossip, prattle
    • ζηλιάρης
      jealous
    • το ξυράφι
      the razor
    • τσακώνομαι
      I have a row, fall out
    • ανάρμοστος
      improper, objectionable
    • ηλεκτρικά
      electrically, electronically
    • καθαρτήριος
      cathartic
    • ο ακόλουθος
      the follower
    • εγκαταλελειμμένος
      abandoned, deserted
    • η μπουγάδα
      the laundry, washing
    • η διάταξη
      the layout, composition
    • ο παράγοντας
      the factor
    • το ελάττωμα
      the defect, flaw
    • γενετικός
      genetic
    • ρώσικος
      Russian
    • ρομαντικά
      romantically
    • το μαργαριτάρι
      the pearl
    • αυριανός
      tomorrow's
    • αισιόδοξος
      optimistic
    • υπερβάλλω
      I exaggerate
    • το έπαθλο
      the award, prize
    • η μέντα
      the mint
    • ενεργώ
      I take effect; act, act on
    • η πεθερά
      the mother-in-law
    • η προέλευση
      the origin
    • η λωρίδα
      the strip
    • ο επίσκοπος
      the bishop
    • ο εκτυπωτής
      the printer
    • η ακρόαση
      the audition; the legal hearing
    • καταγράφω
      I document, record
    • η αντιπαράθεση
      the confrontation; controversy
    • κορυφαίος
      leading, top-ranking
    • το καρότο
      the carrot
    • αποδεκτός
      acceptable
    • η ακύρωση
      the cancellation
    • το σπίρτο
      the matchstick
    • το πρωτόκολλο
      the protocol
    • η αίρεση
      the cult, sect; heresy
    • ο θόλος
      the dome, vault
    • η ανθρωπιά
      the humanity, compassion
    • το επίδομα
      the income support, benefit
    • απομακρύνομαι
      I walk away, move away
    • η ανάρρωση
      the recuperation, recovery
    • εφεδρικός
      spare, back-up
    • σταδιακά
      gradually, progressively
    • το τελωνείο
      the customs, customs office
    • η δυσλειτουργία
      the malfunction, dysfunction
    • ανταλλάζω
      I swap, exchange
    • το κοράκι
      the crow, raven
    • το τρυπάνι
      the drill
    • αποδέχομαι
      I come to terms with, face
    • ανακρίνω
      I interrogate
    • η νυχτερίδα
      the bat
    • το κύρος
      the status, prestige
    • το κάρβουνο
      the coal, charcoal
    • τα απόβλητα
      the waste, waste products
    • απαγορευμένος
      forbidden, banned
    • παραδίνομαι
      I surrender
    • ανακατεύω
      I mix
    • ηλικιωμένος
      elderly
    • το άχυρο
      the straw, hay
    • η χήνα
      the goose
    • αναρρώνω
      I recuperate, recover
    • η σπατάλη
      the waste, wastefulness
    • το διδακτορικό
      the doctorare, PhD
    • διακόσια
      two hundred
    • το κομμωτήριο
      the hairdresser's, hair salon
    • η πεδιάδα
      the plain, flatland
    • η ζήτηση
      the demand, market demand
    • η ρώγα
      the nipple, teat
    • ο γίγαντας
      the giant; butter bean
    • το κρύωμα
      the cold (virus)
    • η επίγνωση
      the awareness
    • η επανένωση
      the reunion; reunification
    • η διδασκαλία
      the teaching
    • το στίγμα
      the stigma; stain (on reputation)
    • το σμήνος
      the swarm; flock (of birds)
    • η βιολογία
      the biology
    • η πολυθρόνα
      the armchair
    • η εμβέλεια
      the range; scope
    • η αντιμετώπιση
      the handling, treatment
    • η διατήρηση
      the preservation, conservation
    • τα έσοδα
      the revenue
    • το ξυπνητήρι
      the alarm clock
    • ο πρόγονος
      the ancestor
    • θαμμένος
      buried
    • σκαρώνω
      I get up to, am up to
    • ο πατριός
      the stepfather
    • η ντομάτα
      the tomato
    • ο σπασίκλας
      the nerd, geek
    • η φράουλα
      the strawberry
    • ο εκπαιδευτής
      the trainer, instructor
    • η νοικοκυρά
      the housewife
    • απελπισμένα
      desperately
    • ο κωμικός
      the comedian
    • στραβός
      crooked; uneven
    • καταστροφικός
      damaging, destructive
    • η σέλα
      the saddle
    • εκλεκτός
      fine, high-quality
    • η παντόφλα
      the slipper
    • ο δείκτης
      the rate; indicator; index finger
    • ταπεινός
      humble
    • ο ναύτης
      the sailor
    • αθόρυβα
      soundlessly, noiselessly
    • η παγωνιά
      the freezing cold
    • ταΐζω
      I feed
    • μειώνω
      I reduce
    • αξιοπρεπής
      dignified; decent
    • το σταφύλι
      the grape
    • το βοδινό
      the beef
    • ανύπαντρος
      unmarried, single
    • η Ολλανδία
      the Netherlands
    • η ταλαιπωρία
      the inconvenience, hassle
    • η κατάδυση
      the diving, scuba diving
    • η άγκυρα
      the anchor
    • η κάβα
      the wine shop, off-license; wine cellar
    • το μετάξι
      the silk
    • η ακαταστασία
      the messiness, untidiness
    • η ανακαίνιση
      the restoration, refurbishment
    • η αναισθησία
      the insensitivity; anaesthesia
    • ο βυθός
      the seabed
    • τρομοκρατημένος
      terrified, horrified
    • παγιδεύω
      I trap, ensnare
    • η πεποίθηση
      the conviction, belief
    • ιπτάμενος
      flying
    • το κόλλημα
      the fixation, obsession, infatuation
    • ασφαλίζω
      I secure, fasten; insure
    • ξεκαρδιστικός
      hilarious, hysterical
    • καταραμένος
      cursed, damned
    • ανήθικος
      immoral, unethical
    • η προώθηση
      the promotion, marketing
    • το τύμπανο
      the drum
    • η γραφειοκρατία
      the bureaucracy
    • σημαδεύω
      I mark, scar; aim at
    • επενδύω
      I invest
    • η προϋπόθεση
      the premise, supposition; prerequisite
    • σάπιος
      rotten
    • η αναλογία
      the ratio, proportion
    • διαβολικός
      diabolical, fiendish
    • η κατσαρόλα
      the saucepan, pot
    • το μαστίγιο
      the whip, lash
    • ξανασκέφτομαι
      I reconsider, rethink
    • η αφαίρεση
      the removal; deduction
    • η λατρεία
      the worship, veneration
    • η έξαψη
      the thrill
    • το χειρόγραφο
      the manuscript
    • θρηνώ
      I mourn, lament
    • άκυρος
      invalid, void; senseless, absurd
    • ευθύς
      straight; frank, straight-forward
    • αναστενάζω
      I sigh, groan
    • ο πρόσφυγας
      the refugee
    • ανταποδίδω
      I reciprocate; retaliate
    • σχεδιασμένος
      drawn; drafted; arranged
    • καμένος
      burnt
    • ο εκατομμυριούχος
      the millionaire
    • το κορδόνι
      the cord, lace
    • επαναφέρω
      I bring (something) back, revive; reinstate
    • η κατσαρίδα
      the cockroach
    • ο αστράγαλος
      the ankle
    • η στοργή
      the affection
    • το παρεκκλήσι
      the chapel
    • το παγκάκι
      the bench
    • ο πίθηκος
      the ape
    • ο γερανός
      the crane
    • το πλάτος
      the width, breadth
    • ανασφαλής
      insecure
    • πρακτικός
      practical
    • ολοταχώς
      at full speed
    • ο βήχας
      the cough, coughing
    • άσκοπα
      aimlessly
    • απολύομαι
      I am fired, am sacked
    • το πιπέρι
      the pepper
    • το ξύρισμα
      the shave, shaving
    • εξαντλημένος
      exhausted
    • κλεισμένος
      booked, reserved
    • η κουκουβάγια
      the owl
    • μεγαλόσωμος
      burly, heavyset
    • αντρικός
      masculine, male
    • άοπλος
      unarmed
    • ο χωρικός
      the villager; peasant
    • ο παρατηρητής
      the observer; inspector
    • εξασφαλίζω
      I ensure
    • η απασχόληση
      the employment
    • η διασημότητα
      the celebrity
    • το αντίκτυπο
      the fallout, ramifications
    • απότομος
      steep; abrupt
    • ολοφάνερος
      patently obvious, plain to see
    • η λιακάδα
      the sunshine, sunny weather
    • στεγνώνω
      I dry; dry up
    • η κηλίδα
      the speck, splotch
    • η κονσέρβα
      the tin can
    • η πρόβλεψη
      the prediction
    • η στοίβα
      the stack, pile
    • ανάπηρος
      disabled, handicapped
    • ο ηλεκτρισμός
      the electricity
    • οικονόμος
      thrifty, frugal
    • αδέξια
      clumsily
    • θεραπεύω
      I cure, heal
    • πειστικός
      convincing, persuasive
    • η διατριβή
      the thesis, dissertation
    • καταθλιπτικός
      depressing; depressive
    • το ρυάκι
      the stream, brook
    • η αντανάκλαση
      the reflection
    • πεντανόστιμος
      scrumptious, very delicious
    • θρησκευτικός
      religious
    • ο νονός
      the godfather
    • τεμπέλης
      lazy
    • η δόνηση
      the vibration
    • η επιβίβαση
      the boarding, embarcation
    • προγραμματίζω
      I schedule, program
    • το εξάρτημα
      the component, accessory
    • παρκαρισμένος
      parked
    • η γενειάδα
      the full beard
    • θαλάσσιος
      marine
    • εξαίσια
      brilliantly, wonderfully
    • αποσπώ
      I distract; elicit
    • η διάκριση
      the distinction; discrimination
    • ο φάρος
      the lighthouse, beacon
    • ιστορικά
      historically
    • η ηχώ
      the echo
    • το αρπακτικό
      the predator, vulture
    • άφθονος
      abundant, copious
    • ο κηπουρός
      the gardener
    • βράζω
      I boil
    • το δελφίνι
      the dolphin
    • η μάσα
      the grub, nosh
    • νοικιάζω
      I rent, hire
    • μπόλικος
      abundant, copious
    • επώδυνος
      painful
    • η ψυχαγωγία
      the entertainment
    • μολυσμένος
      infected
    • σκοράρω
      I score
    • κατασκοπεύω
      I spy
    • η πρέζα
      the sprinkle, pinch
    • η σαύρα
      the lizard
    • δανείζω
      I lend, loan
    • φορητός
      portable
    • το τσίμπημα
      the sting, pinch
    • βάφω
      I paint
    • ηθικά
      morally, ethically
    • ανακτώ
      I reclaim, recover
    • δερμάτινος
      leather
    • η πυραμίδα
      the pyramid
    • η κολοκύθα
      the pumpkin, squash
    • το καλάμι
      the reed; shin; fishing rod
    • η ρύθμιση
      the regulation, calibration
    • η σταθερότητα
      the solidity; consistency
    • ο κόμπος
      the knot, tangle
    • εκπαιδευμένος
      trained
    • ο Ιρλανδός
      the Irish person
    • ο λαβύρινθος
      the maze, labyrinth
    • στηρίζω
      I bolster, prop up, support
    • αυριανός
      tomorrow's
    • ο σκελετός
      the skeleton
    • η τριάδα
      the trio, set of three
    • τα άπλυτα
      the dirty laundry
    • το κασκόλ
      the scarf
    • νευριάζω
      I get angry
    • προκαταβολικά
      in advance
    • ευφυής
      intelligent, clever
    • νευριασμένος
      angry
    • κολακεύω
      I flatter
    • γνήσιος
      authentic, genuine
    • συνετός
      prudent
    • πρωτόγονος
      primitive
    • συχνάζω
      I frequent, go somewhere often
    • η ενίσχυση
      the reinforcement; aid, support
    • ο σιδηρόδρομος
      the railway
    • άσκοπος
      aimless
    • εκτελώ
      I carry out; execute
    • η παραίτηση
      the resignation
    • συγκρίνω
      I compare
    • αλλοδαπός
      foreign
    • η νότα
      the musical note
    • η μεταμόρφωση
      the transformation
    • κοφτερός
      sharp
    • θλιμμένος
      sad, sorrowful
    • το έντερο
      the intestine
    • η ερημιά
      the wilderness
    • πανικοβάλλομαι
      I panic
    • η κατανάλωση
      the consumption
    • συμβολίζω
      I symbolise
    • ευθέως
      bluntly, outright
    • ο εργαζόμενος
      the worker, employee
    • η ταπείνωση
      the humiliation; degradation
    • η ύφεση
      the recession
    • η πλημμύρα
      the flood
    • ο ψαράς
      the fisherman
    • δικαιολογώ
      I justify
    • ορίζω
      I nominate; ordain, stipulate
    • ο λεκές
      the stain, smudge
    • η υστερία
      the hysteria; hysterics
    • χτυπημένος
      injured; hard-hit
    • εκκενώνω
      I evacuate
    • αδειάζω
      I empty
    • παραδόξως
      paradoxically
    • χειροκροτάω
      I clap, applaud
    • ο οικοδεσπότης
      the host
    • η μετακόμιση
      the house move, relocation
    • στάζω
      I drip, trickle
    • ο αντίχειρας
      the thumb
    • η λύτρωση
      the redemption
    • το πετράδι
      the gem, jewel
    • η περιφρόνηση
      the contempt, disdain
    • το ορεκτικό
      the starter, appetizer
    • εκπληρώνω
      I fulfil, deliver on
    • ριψοκίνδυνος
      risky
    • συμφέρω
      to be a bargain, be good value
    • τωρινός
      current
    • γραφικός
      graphic; scenic, picturesque
    • ανυπόμονος
      impatient
    • η διακριτικότητα
      the discretion, tactfulness
    • ξεροκέφαλος
      headstrong, pigheaded
    • η φούσκα
      the bubble
    • λειτουργικός
      functional, operational
    • η πεζοπορία
      the hike, hiking
    • η οικειότητα
      the intimacy; familiarity
    • ζαλίζομαι
      I feel dizzy, feel faint
    • αιχμάλωτος
      captured
    • εργαζόμενος
      employed
    • η χωματερή
      the rubbish dump
    • η ενότητα
      the unity
    • άπληστος
      avaricious, greedy
    • το αίσχος
      the outrage, offensive act
    • καθορίζω
      I determine
    • ασυγχώρητος
      unforgivable, inexcusable
    • καταρχήν
      first of all; in principle
    • ο ιθαγενής
      the indigenous person, aboriginal
    • η εξορία
      the exile, banishment
    • ταπεινά
      humbly, respectfully
    • βυθίζομαι
      I sink
    • απατάω
      I cheat on (somebody)
    • ψύχραιμος
      cool-headed, calm and collected
    • θεϊκός
      divine, godly
    • πλαστός
      fake
    • ο αστακός
      the lobster
    • αναμμένος
      lit, lighted
    • διπλωματικός
      diplomatic
    • η ενσωμάτωση
      the incorporation
    • αποτελεσματικά
      effectively, efficiently
    • η υπερβολή
      the exaggeration; excess, exaggeration
    • αμυντικός
      defensive
    • ο κτηνίατρος
      the vet, veterinarian
    • αμβλύς
      blunt
    • άψογος
      flawless, impeccable
    • η κακοτυχία
      the bad luck
    • η ύπαιθρος
      the countryside
    • το επιχείρημα
      the argument, contention
    • το είδωλο
      the idol
    • ανώνυμα
      anonymously
    • διαπερνώ
      I penetrate, pierce
    • σαπίζω
      I rot, decay
    • το αξιοθέατο
      the tourist attraction
    • το θήραμα
      the prey
    • η σειρήνα
      the siren
    • ο αγκώνας
      the elbow
    • πονηρός
      cunning, crafty
    • συναρπαστικά
      excitingly, compellingly
    • ο αντιπρόσωπος
      the representative
    • βασισμένος
      based on
    • ανήλικος
      underage
    • υποκρίνομαι
      I pretend
    • λανθασμένος
      incorrect, mistaken
    • παχύς
      fat
    • επιφανειακός
      superficial
    • η εκτύπωση
      the printing; print
    • η προεδρία
      the presidency, chairmanship
    • ευλογώ
      I bless
    • ο κώδικας
      the code
    • η αλαζονεία
      the arrogance
    • λαμπερός
      shining, sparkling; bright
    • η εγκατάλειψη
      the abandonment, desertion
    • το κατσαβίδι
      the screwdriver
    • ύπουλος
      devious
    • ο μοχλός
      the lever
    • χρησιμεύω
      I am useful
    • η επιμονή
      the persistence, perserverance; insistence
    • το πλήγμα
      the shock, blow
    • το κέλυφος
      the shell
    • εκπαιδευτικός
      educational, instructive
    • το οικοτροφείο
      the boarding school
    • το ενθύμιο
      the souvenir, memento
    • αναγκασμένος
      forced, compelled
    • ο εργοδότης
      the employer
    • ο συλλέκτης
      the collector
    • η πυκνότητα
      the density, thickness
    • τολμηρός
      daring, bold
    • το μούρο
      the berry
    • άπειρος
      infinite; inexperienced
    • αποφοιτώ
      I graduate
    • μεθάω
      I get drunk
    • η ταφή
      the burial
    • οργανωμένος
      organised
    • η έμφαση
      the emphasis
    • το στρείδι
      the oyster
    • η μονή
      the monastery, convent
    • η ανικανότητα
      incompetence, inability; impotence
    • η περιστροφή
      the rotation, spinning
    • ο ορισμός
      the definition; designation
    • ωμός
      raw, uncooked
    • η τόλμη
      the boldness, daring
    • σκοτεινιάζω
      I darken
    • πιστά
      faithfully
    • το οικόπεδο
      the plot of land
    • το έντυπο
      the form
    • διαρρέω
      I leak
    • ψηφιακός
      digital
    • παρακάνω
      I overdo it, go too far
    • βρίζω
      I swear, curse
    • ευάλωτος
      vulnerable
    • αμέτρητος
      countless, immeasurable
    • βραστός
      boiled
    • καλυμμένος
      covered
    • ο μαραθώνιος
      the marathon
    • το τρίμηνο
      the three-month period; trimester, school term
    • ομαλά
      smoothly
    • η ταπετσαρία
      the wallpaper
    • το κανό
      the canoe
    • αγωνίζομαι
      I struggle; put up a fight; try hard
    • το δίλημμα
      the dilemma
    • η απιστία
      the infidelity; disbelief
    • ισπανικός
      Spanish
    • εντυπωσιακά
      impressively, remarkably
    • το τηγάνι
      the frying pan
    • η διάκριση
      the distinction; discrimination
    • τυλιγμένος
      wrapped
    • το πορτμπαγκάζ
      the car boot, car trunk
    • πιωμένος
      drunk
    • εύθραυστος
      fragile
    • η ρωγμή
      the crack, split; crevice
    • διεφθαρμένος
      corrupt
    • καλλιτεχνικός
      artistic
    • προγραμματισμένος
      planned, scheduled
    • περιφέρομαι
      I wander around
    • διεστραμμένος
      perverted, twisted
    • το σιτάρι
      the wheat
    • ο κορμός
      the trunk; torso
    • χιονίζει
      it is snowing
    • οι ασυναρτησίες
      the ravings, gibberish
    • έξοχος
      outstanding, sublime
    • παθιασμένος
      passionate
    • εμπιστευτικά
      confidentially
    • το ταμπλό
      the dashboard; board (for a game)
    • η ζωντάνια
      the liveliness, vivacity
    • θερμά
      warmly
    • ο ρατσισμός
      the racism
    • ρευστός
      fluid
    • έμπειρος
      experienced
    • το καμάρι
      the pride
    • η αρχιτεκτονική
      the architecture
    • αξιολάτρευτος
      adorable
    • η βρωμιά
      the filth
    • επιταχύνω
      I accelerate
    • η αθανασία
      the immortality
    • ο υποστηρικτής
      the supporter
    • εμπιστευτικός
      confidential
    • η παράταση
      the extra time, extension
    • το περίπτερο
      the kiosk, stand
    • η νευρικότητα
      the nervousness
    • ακραίος
      extreme
    • εμφανής
      evident
    • η προκατάληψη
      the prejudice
    • το φιλέτο
      the steak, fillet
    • δημιουργικός
      creative
    • το βαμβάκι
      the cotton
    • ξεναγώ
      I show around, guide around
    • διακριτικός
      discreet, tactful
    • τριπλός
      triple
    • εβδομήντα
      seventy
    • συγκλονιστικός
      shocking
    • τρυφερός
      tender, affectionate
    • το άπειρο
      the infinity
    • η συντομία
      the brevity
    • το επίτευγμα
      the achievement, feat
    • προορίζομαι
      I am intented for, aimed at
    • μηνύω
      I sue
    • το μοναχοπαίδι
      the only child
    • το ανέκδοτο
      the anecdote, joke
    • παρασύρω
      I lead astray, lure, beguile
    • ογδόντα
      eighty
    • σκουπίζω
      I wipe; sweep
    • υποχωρώ
      I retreat; cave in; subside, give way
    • το ναυάγιο
      the shipwreck
    • η αναγέννηση
      the rebirth, renaissance
    • ο ψυχάκιας
      the psycho
    • άτακτος
      naughty, mischievous
    • κατεστραμμένος
      destroyed, wrecked
    • ο καταρράκτης
      the waterfall
    • η προπαγάνδα
      the propaganda
    • η φέτα
      the slice; feta cheese
    • ο γάντζος
      the hook
    • αλαζόνας
      arrogant, boastful
    • η κουνιάδα
      the sister-in-law
    • το εγχείρημα
      the undertaking, endeavour, enterprise
    • η ευφυΐα
      the intelligence
    • ο τραπεζίτης
      the banker
    • το ισόγειο
      the ground floor
    • αμήχανα
      awkwardly, embarrassingly
    • το μειονέκτημα
      the disadvantage, drawback
    • ο διάδοχος
      the successor
    • εβραϊκός
      Jewish
    • το πατίνι
      the skate; scooter
    • η κατάψυξη
      the freezer
    • έκτοτε
      since then, ever since
    • η συγκομιδή
      the gathering, picking, harvesting
    • η κοκαΐνη
      the cocaine
    • συγκεντρώνω
      I gather, collect
    • τα ζυμαρικά
      the pasta
    • το χαστούκι
      the slap, smack
    • το πούλημα
      the sale; selling
    • εξευτελιστικός
      humiliating
    • η κούραση
      the tiredness, fatigue
    • εκνευρίζω
      I irritate
    • το υψόμετρο
      the altitude, elevation
    • υδραυλικός
      hydraulic
    • τα λάφυρα
      the plunder, spoils
    • γυάλινος
      glass
    • το Βέλγιο
      Belgium
    • εσκεμμένα
      intentionally
    • δηλητηριώδης
      poisonous, venomous
    • η τοποθέτηση
      the placement, positioning
    • ο υδραυλικός
      the plumber
    • ο εισβολέας
      the intruder; invader
    • αντίστροφα
      vice versa; the other way around
    • το πένθος
      the mourning
    • το σούρουπο
      the dusk
    • ο εργολάβος
      the developer, contractor
    • σπουδάζω
      I study (a specific subject)
    • η μεταμφίεση
      the disguise
    • η κανάτα
      the jug
    • ο βουλευτής
      the member of parliament
    • συνδεδεμένος
      connected, linked
    • εντυπωσιασμένος
      impressed
    • ενδιάμεσος
      intermediate; in-between
    • υγιεινός
      hygienic; healthy, wholesome
    • το σαράβαλο
      the old banger (decrepit car)
    • ζαλισμένος
      dizzy; queasy
    • λαϊκός
      folk, popular; secular
    • η επιθετικότητα
      the aggression
    • ο φανατικός
      the fanatic
    • η καμινάδα
      the chimney
    • η αυταπάτη
      the delusion, self-delusion
    • εκμεταλλεύομαι
      I exploit, take advantage of
    • ο πόθος
      the lust
    • ο αναγνώστης
      the reader
    • ο ναρκομανής
      the drug addict
    • η μάγισσα
      the witch
    • το τρελοκομείο
      the madhouse; bedlam
    • προσαρμόζομαι
      I adapt to, adjust to
    • ο ταμίας
      the cashier
    • φιλόδοξος
      ambitious
    • ο εθισμός
      the addiction
    • το ωράριο
      the work shift
    • η μητρόπολη
      the metropolis
    • αδιανόητος
      unthinkable, inconceivable
    • η απόλυση
      the redundancy, dismissal
    • ο γάιδαρος
      the donkey
    • πρόωρος
      premature
    • η υποκρισία
      the hypocrisy
    • η παροιμία
      the proverb, adage
    • τα φύκια
      the seaweed, algae
    • ο τζογαδόρος
      the gambler
    • η υγιεινή
      the hygiene
    • ο προϊστάμενος
      the supervisor
    • η σοβαρότητα
      the seriousness, severity
    • η ήπειρος
      the continent
    • η συσκευασία
      the packaging
    • διασχίζω
      I cross, traverse
    • παραδοσιακά
      traditionally
    • η αφθονία
      the abundance
    • κινούμενος
      moving; animated (cartoon)
    • πεσμένος
      fallen; low, low-spirited
    • ο γρίφος
      the puzzle, riddle
    • το κοινοβούλιο
      the parliament
    • χώνω
      I thrust into, stick into, squeeze into
    • η συνδρομή
      the subscription, subscription fee
    • φρόνιμος
      prudent; well-behaved
    • οι ταραχές
      the rioting, upheaval
    • το ουρλιαχτό
      the howl, scream
    • η κυψέλη
      the hive, beehive
    • το ζεύγος
      the pair, couple
    • υπάκουος
      obedient
    • η οντότητα
      the entity
    • περιστρέφομαι
      I spin, whirl, rotate
    • η προσθήκη
      the addition
    • αξιοθαύμαστος
      admirable
    • σοκαριστικός
      shocking
    • επιβραδύνω
      I slow down, decelerate
    • επινοώ
      I have an idea, concoct, invent
    • ο αφρός
      the foam, froth
    • ο γοφός
      the hip
    • το θέρετρο
      the resort, holiday resort
    • η καθαριότητα
      the cleanliness, cleanness
    • η πίκλα
      the pickle
    • κλωτσάω
      I kick
    • το φάσμα
      the spectrum
    • προκαταρκτικός
      preliminary, preparatory
    • ο κτηνίατρος
      the vet, veterinarian
    • το κουνούπι
      the mosquito
    • ανακουφίζω
      I relieve, alleviate
    • ο πρωταγωνιστής
      the main character, protagonist
    • η ηλιαχτίδα
      the sunray, sunbeam
    • ο απόφοιτος
      the graduate
    • κακομαθημένος
      spoiled, pampered
    • ο διαιτητής
      the referee, umpire
    • εξαπατάω
      I con, swindle
    • ο κιμάς
      the mince meat
    • σιωπηλά
      silently, in silence
    • τριγυρίζω
      I wander around
    • το καβούρι
      the crab
    • αποκοιμιέμαι
      I fall asleep, nod off
    • η παρόρμηση
      the impulse, urge
    • αιώνιος
      eternal
    • φυτεύω
      I plant
    • καθοδηγώ
      I guide, lead; coach, tutor
    • η βούρτσα
      the brush, hairbrush
    • τρομαγμένος
      scared, frightened
    • η ανυπομονησία
      the impatience
    • η βίδα
      the screw, bolt
    • η εξώπορτα
      the front door
    • η συνοικία
      the district, quarter
    • αφάνταστος
      unimaginable
    • γερνώ
      I get old
    • η αποφασιστικότητα
      the determination, resolve
    • επιπλέω
      I float
    • αδέξιος
      clumsy, uncoordinated
    • μελαχρινός
      dark-haired
    • υπερφυσικός
      supernatural
    • ο ρατσιστής
      the racist
    • η εξερεύνηση
      the exploration
    • το γραμματόσημο
      the postage stamp
    • το προσκήνιο
      the forefront, frontline; foreground
    • πρόωρα
      prematurely, too soon
    • ο φωτισμός
      the lighting, illumination
    • χλωμός
      pale, pasty
    • ο ταξιδιώτης
      the traveller
    • η απομίμηση
      the imitation
    • οποτεδήποτε
      whenever, any time
    • ο ταξιτζής
      the taxi driver
    • η παρωδία
      the parody
    • εκνευρισμένος
      irritated
    • στιγμιαία
      instantaneously, in an instant
    • τρέφομαι
      I feed on
    • φαλακρός
      bald
    • φανερά
      overtly, in plain view
    • φαινομενικά
      ostensibly, seemingly
    • τα αραβικά
      Arabic (language)
    • βουτάω
      I dive, dive in
    • το σφουγγάρι
      the spunge
    • ρατσιστικός
      racist
    • το σφύριγμα
      the whistle
    • επανειλημμένα
      repeatedly
    • η συνεισφορά
      the contribution, input
    • η ματαιοδοξία
      the vanity
    • λεπτομερής
      detailed
    • απομονωμένος
      secluded, isolated
    • η κόρνα
      the car horn
    • η γενναιότητα
      the bravery
    • η Δανία
      Denmark
    • το σκαλοπάτι
      the rung, step, stair
    • αναγκαστικά
      necessarily
    • στριμώχνω
      I cram in, squeeze in
    • η ανατροπή
      the overthrow; reversal
    • δελεαστικός
      enticing, inviting
    • ταπεινωτικός
      humiliating, enticing
    • ο χρήστης
      the user
    • η έχθρα
      the animosity; rivalry
    • συγκρατημένος
      inhibited, repressed
    • το κατόρθωμα
      the achievement, feat
    • η φυσαλίδα
      the bubble
    • υποβάλλω
      I submit
    • πρόχειρος
      handy, convenient; shoddy, careless
    • η κατάληψη
      the squat
    • η αναβάθμιση
      the upgrade
    • τοξικός
      toxic
    • το σιντριβάνι
      the fountain
    • ο φλοιός
      the bark; husk
    • έβδομος
      seventh
    • η τρυφερότητα
      the tenderness, gentleness
    • περιοριστικός
      restrictive, limiting
    • πακετάρω
      I pack up, box up
    • το χερούλι
      the door handle
    • αποκαθιστώ
      I restore
    • αφύσικος
      unnatural, abnormal
    • στεναχωρημένος
      unhappy, depressed
    • το φόντο
      the background; backdrop
    • κυριλέ
      posh, swanky
    • ο κλιματισμός
      the air-conditioning
    • τιμωρώ
      I punish, penalise
    • η διαδήλωση
      the rally, demonstration
    • η ανάσταση
      the resurrection
    • παρασύρομαι
      I drift away, blow away; get carried away
    • ο γυρισμός
      the return
    • το έμβλημα
      the emblem
    • απελευθερώνω
      I set free, liberate
    • δειλός
      timid; cowardly
    • το μπακάλικο
      the small food store
    • στοιχίζω
      I cost
    • το αποκορύφωμα
      the highlight, high point
    • επίμονος
      persistent, insistent; tenacious
    • η εκμετάλλευση
      the exploitation
    • υπέρτατος
      utmost, paramount
    • το κουπόνι
      the coupon
    • ο φιλόσοφος
      the philosopher
    • το εργοτάξιο
      the construction site
    • ο ιδρυτής
      the founder
    • πικάντικος
      spicy
    • φλεγόμενος
      burning, flaming
    • η βλασφημία
      the blasphemy
    • αξιόλογος
      remarkable, memorable
    • ντροπιάζω
      I embarrass, shame
    • θολός
      blurry, hazy
    • η διάλυση
      the disintegration, dissolution
    • τιμώ
      I honour, commemorate
    • το κατάλυμα
      the accomodation, lodging
    • απρόσεκτος
      careless, inattentive, negligent
    • ο μοναχός
      the monk
    • η μούσα
      the muse
    • πεταχτός
      protruding
    • η Βαρκελώνη
      Barcelona
    • σημειώνω
      I note down, make a note
    • ο δισταγμός
      the hesitation, reluctance
    • περισσεύω
      I am left over; am abundant
    • κοσμικός
      secular, non-religious; cosmic
    • ο Μεσαίωνας
      the Middle Ages
    • η μούχλα
      the mould, mildew
    • η φωτογράφιση
      the photo shoot
    • ακαριαία
      instantaneously
    • τα λογιστικά
      the accounting; accountancy
    • νοικιασμένος
      rented, rental
    • η υπόληψη
      the good reputation, renown
    • χριστιανικός
      Christian
    • η Κρήτη
      Crete
    • η σταυροφορία
      the crusade
    • ικανοποιητικός
      fulfilling, satisfying; satisfactory
    • η δεξιότητα
      the skill
    • εκνευριστικός
      irritating
    • επιτόπου
      on the spot
    • ο ατμός
      the steam, vapour
    • αποκλείω
      I exclude, rule out; disqualify
    • η φατρία
      the faction
    • η φυτεία
      the plantation
    • ο προμηθευτής
      the supplier
    • το κριτήριο
      the criteria
    • το αναμνηστικό
      the souvenir, memento
    • ο σκίουρος
      the squirrel
    • η πολυκατοικία
      the apartment building, block of flats
    • το χρονόμετρο
      the timer, stopwatch
    • το τράβηγμα
      the pull, tug; sprain, pulled muscle
    • ανεκτίμητος
      invaluable, priceless
    • η ράμπα
      the ramp
    • ικανοποιώ
      I satisfy, fulfil; gratify
    • το ντουέτο
      the duet, duo
    • ο συνταξιούχος
      the retiree, pensioner
    • το διάταγμα
      the decree
    • ο μύλος
      the mill
    • άφραγκος
      broke, skint
    • αηδιάζω
      I disgust, sicken
    • η Ανταρκτική
      the Antarctic
    • ζόρικος
      tricky
    • το φουστάνι
      the dress
    • τα λουτρά
      the hot springs
    • αριστερόχειρας
      left-handed
    • τονίζω
      I stress, emphasise, accentuate
    • υπνωτικός
      hypnotic; soporific
    • η πολιορκία
      the siege
    • η Κέρκυρα
      Corfu
    • το κεράσι
      the cherry
    • ο διαδηλωτής
      the demonstrator, protestor
    • το τσουνάμι
      the tsunami
    • η Νορβηγία
      Norway
    • αμυντικά
      defensively
    • θυσιάζω
      I sacrifice
    • η βαρεμάρα
      the boredom
    • το παγάκι
      the ice cube
    • το πετσί
      the hide, animal skin
    • ο νάνος
      the dwarf
    • η νοοτροπία
      the mentality, mindset
    • το υποκατάστατο
      the substitute
    • ο κατασκευαστής
      the maker, manufacturer
    • η λιμνούλα
      the pond
    • η πλαγιά
      the slope, hillside
    • η αντικατάσταση
      the replacement, substitution
    • θαρραλέα
      courageously
    • το παράδοξο
      the paradox
    • μετριόφρων
      modest, unassuming
    • το κειμήλιο
      the relic
    • η οσμή
      the scent, smell
    • η τροποποίηση
      the modification, alteration
    • πλακώνω
      I beat up, rough up
    • ο ισχυρισμός
      the claim, allegation
    • η φανέλα
      the sports shirt; vest
    • η Ρόδος
      Rhodes
    • ο σχεδιαστής
      the designer
    • το ανάστημα
      the height, stature
    • σύμφωνος
      in agreement; amenable, willing
    • διανοητικά
      intellectually, mentally
    • κυβερνώ
      I govern, rule
    • η νομοθεσία
      the legislation
    • επιθετικά
      aggressively
    • θαρραλέος
      courageous
    • χωρισμένος
      separated; divorced
    • διοικώ
      I command, lead
    • στοχεύω
      I target, aim at; aim to do
    • η συμφορά
      the calamity, hard blow
    • η μοτοσυκλέτα
      the motorbike
    • η λήξη
      the expiration, expiry
    • λεπτομερώς
      in detail
    • το μαρούλι
      the lettuce
    • η ζαλάδα
      the dizziness
    • ο πατριώτης
      the patriot
    • το πλακάκι
      the tile
    • η σχάρα
      the grill, grid
    • δεξιός
      right, right-hand; right-wing
    • ο πουρές
      the pureé; mashed potato
    • το χαλάκι
      the mat, doormat
    • βάρβαρος
      barbaric; barbarian
    • το περιτύλιγμα
      the wrapper, wrapping
    • η φιλοφρόνηση
      the compliment
    • σφραγισμένος
      sealed, unopened
    • απάνθρωπος
      inhuman
    • η καλλιέργεια
      the cultivation; crop
    • υποχρεωτικός
      mandatory, obligatory
    • η ισότητα
      the equality
    • πολυτελής
      luxurious, lavish
    • ξεχασμένος
      forgotten
    • η ορμή
      the urge; momentum
    • φτύνω
      I spit
    • χρεώνω
      I charge, bill
    • ζωηρός
      lively; vivacious; vivid
    • η γέμιση
      the filling, stuffing
    • αυξημένος
      increased
    • ωριμάζω
      I mature
    • ατέλειωτος
      endless, never-ending
    • πιασμένος
      in use, occupied; taken (in a relationship)
    • το σπρώξιμο
      the shove; shunt
    • το ροδάκινο
      the peach
    • αναβάλλω
      I postpone, delay
    • το μηχανάκι
      the motorbike
    • περιορίζω
      I limit, restrict, confine
    • συμπληρώνω
      I fill in, fill out
    • μεταδίδω
      I transmit, broadcast
    • κρεμάω
      I hang, suspend
    • το αγκάθι
      the thorn, spine
    • το τασάκι
      the ashtray
    • αναζωογονητικός
      refreshing, invigorating
    • η σχισμή
      the slit, slot
    • η αδιαφορία
      the indifference
    • αξιοσημείωτος
      notable, noteworthy
    • η σκληρότητα
      the cruelty; hardness, toughness
    • ο συμπατριώτης
      the compatriot
    • τα θαλασσινά
      the seafood
    • εκδίδω
      I publish; extradite; pimp
    • προστατευτικός
      protective
    • μίζερος
      miserable; stingy, mean
    • το γλυπτό
      the sculpture
    • συμπαθητικός
      likeable, nice
    • υστερικός
      hysterical
    • ο κρίκος
      the ring, link
    • η ευκολία
      the convenience, handiness
    • φωτίζω
      I brighten, illuminate
    • η ηλιθιότητα
      the stupidity
    • το βάψιμο
      the painting, decorating
    • η νοσταλγία
      the nostalgia
    • ο θαυμασμός
      the admiration
    • απογειώνομαι
      I take off (aiplane)
    • περικυκλώνω
      I surround, encircle
    • εστιάζω
      I focus, focus on
    • μπλοφάρω
      I bluff
    • τρίβω
      I rub; scrub; grind
    • κολακευτικός
      flattering
    • άθικτος
      intact, unharmed; unspoiled
    • οριστικός
      conclusive
    • επιβλέπω
      I oversee, supervise
    • ο οιωνός
      the omen
    • προτιμότερος
      preferable
    • ιδρώνω
      I sweat
    • περιπλανώμαι
      I wander, drift around; drift off
    • ο μουσουλμάνος
      the Muslim
    • ο θρίαμβος
      the triumph
    • ξεκλείδωτος
      unlocked
    • η αισιοδοξία
      the optimism
    • η ψησταριά
      the barbecue, grill
    • αναπόφευκτα
      inevitably
    • ολοκαίνουργιος
      brand-new
    • το Αιγαίο
      the Aegean
    • η αντιγραφή
      the copying, duplication
    • το στήριγμα
      the support; bulwark, anchor
    • το αερόστατο
      the hot-air balloon
    • η κατάκτηση
      the conquest
    • ηλιόλουστος
      sunny, sunlit
    • τρυπάω
      I drill, pierce, make a hole
    • ο υπόνομος
      the sewer
    • διπλάσιος
      twice as much, double
    • κερασμένος
      on the house
    • σιχαμερός
      vile, loathsome
    • δέρνω
      I smack, spank
    • η εξάρτηση
      the dependency, reliance
    • αεροπορικώς
      by air, by plane
    • βαραίνω
      I weigh down
    • διαπραγματεύομαι
      I negotiate
    • η ρυτίδα
      the wrinkle
    • εκτεταμένος
      widespread, far-reaching; extended
    • η μάστιγα
      the scourge, plague, blight
    • ο απόγονος
      the descendent, offspring
    • δυσαρεστημένος
      dissatisfied, displeased
    • διακινδυνεύω
      I imperil, put (someone) in danger
    • ευχαριστιέμαι
      I enjoy
    • το μαύρισμα
      the suntan; tanning
    • ενενήντα
      ninety
    • το μοντάζ
      the film editing, montage
    • το στιφάδο
      the stew
    • ο μεσίτης
      the real estate agent
    • το καλαμάκι
      the drinking straw
    • τραγικά
      tragically
    • ο συμβιβασμός
      the compromise
    • ο φασίστας
      the fascist
    • επικείμενος
      imminent, impending
    • το ερπετό
      the reptile
    • η παράγραφος
      the paragraph
    • βολικά
      conveniently
    • τριχωτός
      hairy
    • αφιερώνω
      I dedicate
    • η διαύγεια
      the clarity; lucidity
    • προχωρημένος
      advanced
    • ο δήμος
      the municipality
    • η πανούκλα
      the plague, pestilence
    • η αναπηρία
      the disability
    • ο ύμνος
      the hymn, anthem
    • τροπικός
      tropical
    • πρόθυμα
      willingly
    • το μπούτι
      the thigh
    • η μυθολογία
      the mythology
    • επιβάλλω
      I impose, enforce
    • υποσυνείδητος
      subconscious
    • εξωτικός
      exotic
    • η απεικόνιση
      the animation, portrayal
    • το προσχέδιο
      the draft, rough draft
    • η μέδουσα
      the jellyfish
    • η δειλία
      the cowardice
    • συνεργάσιμος
      cooperative
    • οργισμένος
      enraged, infuriated
    • αισχρός
      obscene, filthy
    • τσαντίζω
      I piss off, annoy
    • τα ιαπωνικά
      Japanese (language)
    • νοτιοδυτικά
      southwest, southwestward
    • η ανοχή
      the tolerance
    • κατάγομαι
      I come from
    • υπακούω
      I obey
    • η πλοκή
      the plot, storyline
    • ο σκορπιός
      the scorpion
    • γκρινιάρης
      grumpy, grouchy
    • η γεωργία
      the farming, agriculture
    • το σταυροδρόμι
      the crossroad, junction
    • κυνικός
      cynical
    • σοκαρισμένος
      shocked, appalled
    • ο νιπτήρας
      the bathroom sink
    • απαλλάσσω
      I exonerate, absolve
    • συνεχόμενος
      consecutive
    • δέκατος
      tenth
    • χαραμίζω
      I squander, fritter away
    • το ξύδι
      the vinegar
    • κυριαρχώ
      I conquer, dominate
    • ξηρός
      parched, arid; dry (wine)
    • πηγάζω
      I spring from; stem from, am rooted in
    • τερματίζω
      I terminate; finish (a race)
    • το χταπόδι
      the octopus
    • το πτερύγιο
      the fin; flap
    • αποκρουστικός
      revolting, repulsive
    • απεριόριστος
      limitless, boundless
    • ο μαγνήτης
      the magnet
    • κληρονομώ
      I inherit
    • η περίληψη
      the summary
    • εκθαμβωτικός
      stunning, ravishing
    • ανυπόφορος
      unbearable, intolerable
    • κατασκευάζω
      I manufacture, fabricate
    • χαρίζω
      I give away, donate
    • νεογέννητος
      newborn
    • κακόγουστος
      tacky, distasteful
    • η θολούρα
      the haziness; haze, daze
    • η Ουγγαρία
      Hungary
    • το δέος
      the awe, wonderment
    • ειδικεύομαι
      I specialise
    • συνήθης
      standard, customary
    • η σεξουαλικότητα
      the sexuality, sexiness
    • φυτρώνω
      I sprout, germinate
Memrise official courses you might like
More Memrise courses